……ΕΜΕ ΝΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ……..
Τςhίτα τσαί Τίτιντα 16–17 του Αουνάρη 2024: Τσακωνοπαρέα.
Θωμαή,Σιούλα,Σταματού #28: του Πάνου Μαρνέρη.
Σ:Βρε γουναίτσε τσι ωραία πφ’ περαήαμε τθα Παλιόχωρα…
Θ:Ναι βρε Σιούλα κα περαήαμε
Μ: Μόννιου κά, πρεσσιού κα άκια θα αλήου.
Σ:Οράκατε γκάνα παράξενε;
Θ:Τσ’ οράτσερε κολέγισα;
Μ: ο θ’ αλήερε νάμου:
Σ:Ο ‘τθε θυνηκχούμενα τσίπτα; Πφ’έμαει γιουρίζουντε κίσου όλιου για ‘γκειννι ο ‘μαει κουβεγκιάζουντε όα τα πορεία;
Θ: Σάματσι κάψο Σιούλα έννι θυνηκχουμένα τσι τθο καλέ έμαει αούντε;
Μ: Ναι κακότθο ναι ναί… έμαει αούντε πφι ο κόσμο ο ‘κι τθαίνου για χορέ.
Σ:Ναι βρέ γουναίτσε καρφουτοί τθου καρέγκλε σου πλέα, σά διποτζουτοί ήμαρτον Θέ μι.
Θ: Ανέ ο ‘μαει ποίντε εννεί τα παρλιακά την αρχά, ούτε ένα ο ‘κι θα τθάει…
Μ:Ννιέ δούκαμε να κατάβει…
Σ:Χορομπουλίαμε λιγάτσι τσαί ξεδούκαμε.
Θ: Βρε γουναίτσε άμα ζάει κάκοιε τθο πανηγύρι, τσι ένι έγκου να πεί; Να γλεγκίσει ο’νι έτρου;
Μ: Μονέ τσι άλλιου μαθές, ως τς’ο ιδάσκαλε δυ τραγούδια σε πέτσε.
Σ: Αφήτσε ο έρμο τα σεκλέκια σι τθα πάντα. Ο πάσα ένα με του διτσοί σι καημοί τσαί σεκλέκια.
Θ:Γιάγκειννι οι παλιοί ήγκιαει έγκουντε τθα πανηγύρια, να ξεδούνει, να ξεπεραήτσωει τα ντέρκια σου τσαί του καημοί σου.
Μ: Εάνει οι τσαιροί, τσαί τα αντρώκινα χούγια άνει τς’ένταοι..
Σ:Ορή κακότθο… κατά εννίου, εζάτσερε το πανηγύρι, εζάτσερε να ξεκχράτσερε, ειδεμής μην έτζερε..
Θ: Ορή, ο πάσα ένα όπφουρ ένι πορού.
Μ: Κουβέντα έμε ποίντε βρε θιλενάδε…
Άμα τσαί το πανηγύρι ζάρε,Χάμου μπίτι μη κατσάρε,
Χοροσπήδει τσαί ταγούδει, σαν το χοντατέ αρκούϊδι….
Αν έχουμε υγεία θιλενάδε τσαί θίλοι τσαί να περαήχουμε όσιου πιο κα έμε δενουμένει τσαι όπφου ο πάσα ένα ένι πορού .
Σ:Βρε γυναίκες, τι ωραία περάσαμε στην Παλιόχωρα…
Θ:Ναι βρε Σιούλα καλά περάσαμε
Μ:Μόνο καλά; πολύ καλά θα έλεγα…
Σ:Είδατε κανα παράξενο;
Θ: τι είδες φιλενάδα;
Μ:Δε θα μας πεις;
Σ:Δεν θυμόσαστε τίποτα; που γυρίζαμε πίσω όλο γι’ αυτό μιλούσαμε σ’ όλο το δρόμο..
Θ: Μήπως καψερή Σούλα θυμάμαι τι στο καλό λέγαμε;
Μ:Ναι που να πάει στο κακό ναι ναι, λέγαμε πως ο κόσμος δεν σηκώνεται για χορό..
Σ: Ναι βρε γυναίκες, καρφωμένοι στις καρέκλες τους πια, λες και είχανε τα δυό τους πόδια δεμένα…ήμαρτον Θεέ μου.
Θ: Εάν δεν κάναμε εμείς τα χαζοχαρούμενα την αρχή, ούτε ένας δεν θα σηκωνόταν.
Μ:Του δώσαμε να καταλάβει..
Σ:Χοροπήδησαμε λιγάκι και ξεδώσαμε βρε γυναίκες..
Θ: Αν πάει κάποιος στο πανηγύρι τι πάει να κάνει; να γλεντήσει δεν πάει; δεν είναι έτσι;
Μ:Αμέ…τι άλλο μαθές. Ως κι όδασκαλος είπε δύο τραγούδια.
Σ:Άφησε ο έρημος τα σεκλέτια του στην άκρη. Ο καθένας έχει τους δικούς του καημούς και σεκλέτια…
Θ: Γι’ αυτό οι παλιοί πήγαιναν στα πανηγύρια, να ξεσκάσουν, να ξεπεράσουν τα ντέρτια τους και τους καημούς τους..
Μ:Αλλαξαν οι καιροί και τα ανθρώπινα χούγια άλλαξαν κι αυτά…
Σ:που να πάει στο καλό κατά εμένα ε πήγε στο πανηγύρι επίγειες για να ξεσκάσεις αλλιώς μην πας να πω καθένας όπως μπορεί κουβέντα κάνουμε βρε φιλενάδες Άμα και στο πανηγύρι πας κάτω καθόλου μην καθίσεις χοροπηδά και τραγουδά σαν την χορτάτη την αρκούδα ας έχουμε υγεία φιλενάδες και φίλοι και να περάσουμε όσο δενόμαστε πιο καλά και όπως ο καθένας μπορεί