……….ΕΜΕ ΝΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ……..Σταματού Μαν.
Τίτιντα τσαί Πέφτα 4–5 του Δετσέμπρη 2024 :Α Τσακωνοπαρέα.
Παπαδιαμάντη #53: Α νοσταλγό #24
Διαστσευή τσαι γραφτέ τθα Τσακώνικα από τον Πάνο Μαρνέρη.
— Ο ‘κι αγαπού ντι γκανένα όρπα πέρε μπρού ντ’άρει ο τσύρ Μοναχάκη; Ρωτήτσε ννι ο Μαθιό.
—Πρεσσοί….τσι ένα τσαί δύου; Ννιάε οπά! Ννιέ βεβαιούτσε α Λιαλιώ .
—Αλλά του φτωχοί σιατέρε σι είννι αγαπούντε σαν τα λαλούιδα, σι είννι κόφουντε για να σι ζουννιστούνει τσαί απέ σι είννι αφήντε τσαί είννι μαραινούμενα. Εζού ο ‘μα γκαννία με ατςhά προίκα για να μ’αγαπήωει τσαί να μη στεφανουθούνει, νή ακόννη να μι κρέψωει, να μι στεφανουθούνει τθα γκριουφά για να μι προιτσίσωει αργούτερα οι γονείε μι. Γιάγκειννι ο ‘ρέστε άλλε, ξον από το τσείε Μοναχάκη να μι κχαράτσει τσαί κίσου κά!! Μουρμουριστά επέτσε:
«Με στεφανούκαε οι διτσοί μι,δίχως νάχωει τα Βουλή μι..»
—Τότθε γιατσί έσι φύα μακρία από τον τσύρ Μοναχάκη; Ρωτήτσε ννι κίσου ο Μαθιό….
Ανέ έχουμε ταν υγεία νάμου θιλενάδε τσαί θίλοι, το πιο πολύκιμο αγαθέ.
………… ΕΜΕ ΝΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ………
—Δεν σ’ αγάπαγε κανείς εκεί πέρα πριν σε πάρει ο κυρ Μοναχάκης; την ρώτησε ο Μαθιός.
—Πολλοί… τι ένας και δύο; Άκουσε εκεί! τον βεβαίωσε η Λιαλιώ…
Αλλά τις φτωχές κοπέλες τις αγαπάνε όπως τα λουλούδια, τα κόβουν τα μυρίζουν και μετά τα αφήνουν και μαραίνονται. Εγώ δεν ήμουν καμιά με μεγάλη προίκα, για να με αγαπήσουν και να με παντρευτούν, ή ακόμα να με κλέψουν και να με παντρευτούν στα κρυφά για να με προικίσουν αργότερα οι γονείς μου. Γι’ αυτό άλλος δεν βρέθηκε, εκτός από τον κύριο Μοναχάκη να μη ζητήσει και πάλι καλά!!! Μουρμουριστά είπε:
« Με παντρέψαν οι δικοί μου, δίχως να ‘χουν τη Βουλή μου»
—Τότε γιατί φεύγεις μακριά από τον Κυρ Μοναχάκη; ρώτησε την ξανά ο Μαθιός……
Να έχουμε την υγεία μας φιλενάδες και φίλοι, το πιο πολύτιμο αγαθό.
……………..ΜΙΛΑΜΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ………..