…………. ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ……….Ηλιάνα Ολ.
Τίτιντα τσαι Πέφτα 31 του Γενάρη τσαι 1 του Φλεβάρη 2024:
Α Τσακωνοπαρέα .
Κουιτέ #227 από το βιβλίε «ΚΡΑΥΓΗ»
Διαστσευή τσαι γραφτέ τθα ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ από τον Πάνο Μαρνέρη .
Μπάκα τθα χουρίσματα τα πέμπτε τσαι έχτε τάξη πφι έμαει έχουντε τα πράματα. Οράκα τθο πάτουμα παράδε τσαι χρυσαφικά παρατητά.
Όα ήγκιαει δέσουντα . Πέκα τθα μάτη μι : —Να ζάου κατά τάνου μπάτσε ερέσου γκανένα; —Κια θα περάρε; Οράκα πφι όα ήγκιαει δέσουντα γιούρε μι, τραβήα τα μάτη μι τσαι τ’αφούτςhια μι τσαι ζάκαμε τθο σταθιμό . Οπά ήγκιαει τσαι έτεοι πφι ήγκιαει δουλέγκουντε τθα τρένα . Έγκουντε ήγκιαει , βούντε τσαι περικαούντε τσαι ρωτούντε για του διτσοί σου. Έτεοι ήγκιαει απογηκχουμένει. —Μη σκλεκίχετε νάμου ο ‘με νιουρίζουντε… Με το έτρου ενιάκαμε τον αρακαλητέ τα Βασωνιά . — Κια έτθε έγκουντε βρε τςhίσιε!!! Έατθε ογή να οράτε, όλοι οι ατςhoίποι είννι σκοτουτοί ογή τθα γαϊδουρόραχη ( έτρου ήγκιαει αούντε το τόπο του μακελειού) . Τσινήκαμε να έγκουμε οπά πφι επέτσε νάμου α Βασωνιά .
Να έχουμε υγεία θιλενάδε τσαι θίλοι τσαι αλάργα από πόλεμο .
…………ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ………..
…………
Μπήκα στα δωμάτια της Πέμπτης και της έκτης τάξης που είχαμε τα πράγματα. Είδα στο πάτωμα λεφτά και χρυσαφικά παρατημένα. Όλα έκαιγαν. Είπα στη μάνα μου:—Να πάω προς τα πάνω μήπως βρω κανέναν…—Πως θα περάσεις; Είδα που όλα έκαιγαν γύρω μου, τράβηξα τη μάνα μου και τα αδέλφια μου και πήγαμε στο σταθμό.
Εκεί ήταν και εκείνοι που δούλευαν στα τρένα. Πήγαιναν κλαίγοντας και παρακαλώντας και τους ρωτούσανε για τους δικούς τους. Αυτοί απαντούσαν :—Μη μας στεναχωρείτε δεν γνωρίζουμε. Με το έτσι ακούσαμε το ουρλιαχτό της Βασωνιάς: —Που πάτε βρε κίσσες… Ελάτε εδώ να δείτε, όλοι οι άντρες είναι σκοτωμένοι, εδώ στην γαϊδουρόραχη, έτσι έλεγαν τον τόπο του μακελειού. Ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε εκεί που μας είπε η Βασωνιά…….
Να έχουμε υγεία φιλεναλδες και φίλοι και μακριά από πόλεμο .
………… ΜΙΛΑΜΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ …………..