…………ΕΜΕ ΝΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ …….Μιχ. Ελένη
Πέφτα τσαί Παράστσι 10–11 του Οχτώμπρη 2024: Α Τσακωνοπαρέα .
Παπαδιαμάντη #35: Α νοσταλγό #6
Διαστσευή τσαι γραφτέ τθα Τσακώνικα απο τον Πάνο Μαρνέρη.
Σαν εννιάτσε έγκειννι ο νέο χαμογεάτσε. Τσείε Μαναχάκη έκι ο άτςhωπο τα γουναιτσή τσαι Λιαλιώ έκι τ’όνουμα σι….
Ετανη τα στιμή ενιάτθε το κχάουμα από το κούε τα σκούνα πφι εννιουρίε το βαρκούλι. Το βαρκούλι έκι ανήκουντα τθα σκούνα.
Τθαν αρχά έκι ταράσσου το νούρλε σι, αλλά ότσι οράτσε του ξένοι τάσου τα βάρκα, τσινήτσε να καούντει σα λυσσατέ με μαννία.
Ο νέο περάτσε λίγο μακρία από τα σκούνα αλλά ο κούε όσιου ννι έκι ορού να φύννει μακρία τόσιου πιό δενατά τσαί λυσσατά έκι κχαούντου.
—Τσι ένι έχου τσαι ο ‘νι λουμούκχου; Επέτσε α Λιαλιώ…
—Ένι δενάχουντα ότσι εννιουρίε τα βάρκα, επέτσε ο νέο.
—Εντανη α βάρκα ένι τα σκούνα; ρωτήτσε πάλι α Λιαλιώ.
—Όπφουρ ένι δενάχουντα…..
Ο νέο χολιάτσε σαν επέτσε έγκειννι διότσι εκιστήτσε ότσι α Λιαλιώ άκια να ννι κχαράτσει να γιουρίσουει κίσου. …..
Να έμε χαρετοί τσαι να έχουμε ταν υγεία νάμου θιλενάδε τσαι θίλοι.
……….ΕΜΕ ΝΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ………
Σαν άκουσε αυτό ο νέος χαμογέλασε. Θείος Μοναχάκης ήταν ο άντρας της γυναίκας και Λιαλιώ ήταν το όνομα της.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα γάβγισμα από τον σκύλο της σκούνας που γνώρισε την βαρκούλα. Η βαρκούλα ανήκε στην σκούνα. Στην αρχή κουνούσε την ουρά του, αλλά όταν είδα τους ξένους μέσα στη βάρκα, κίνησε να γαβγίζει σαν λυσσασμένο με μανία. Ο νέος πέρασε λίγο μακριά από την σκούνα αλλά ο σκύλος όσο την έβλεπε να απομακρύνεται τόσο πιο λυσσασμένα γαύγιζε.
—Τι έχει και δεν ησυχάζει; είπε η Λιαλιώ.
— φαίνεται πως γνώρισε την βάρκα, είπε ο νέος.
—Αυτή η βάρκα είναι της σκούνας; ρώτησε πάλι ή Λιαλιώ.
—Οπως δείχνει… Ο νέος στεναχωρήθηκε σαν είπε αυτό, διότι πίστεψε ότι η Λιαλιώ θα του ζητούσε να γυρίσουν πίσω.
…..Να είμαστε χαρούμενοι και υγιείς φιλενάδες και φίλοι ….
…………ΜΙΛΑΜΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ………….