…………..ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ …………
Δέφτερα τσαι Τςhίτα 2–3 τού Οχτώμπρη 2023: Α Τσακωνοπαρέα .
Κουιτέ #196 από το βιβλίε «ΚΡΑΥΓΗ»
Διαστσευή τσαι γραφτέ τθα Τσακώνικα από τον Πάνο Μαρνέρη .
Τα συνταχινά έτανη όπφουρ έμα παρία από τα πλατεία με τα θιλενάδα μι τα Λούλα, ανταμούκαμε με τον αφέγκη μι τθα πορία. Περάτσε δίπα μι τσαι ο ‘με νιλήτσε. Ούτε πφι μ’οράτσε ….Τόσιου ανταριαστέ τσαι σκεφκικό έκι . Επέτσε τουρ αϊθήνε μι να γκριουφτούνει να μη ζάνει τθο σκολείε τσαι τον αϊθή μι τον Αριστόβουλε να φορέει κοντά παντελόνια, για να δενάχει μιτσούτερε τθαν ηλικία . Α συνταχινά, έτανη τα κουβάνα Δέφτερα, έκι ψιουχρά, παγουτά τσαι σκοκιδαστά . Ενεί, μιτσά καμπτζία, εζάκαμε τθο σκολείε,δίχως τσίπτα κακό να περήνει από τον εμαλέ νάμου. Σαν εσούκαμε οράκαμε πρεσσοί Γερμανοί στρακιώτοι, τθον πόρε τσαι τθου σκάλε. Μπαήκαμε του σκάλε τσαι ζάκαμε τθο σhοβλέ χούρισμα ούγειε έκι γιομάκιου . Μπάκαμε τάσου τσαι κατσάκαμε. Εζού έμα ανάκοντα τα Μάτη μι τσαι τα τσυρά Αγλαΐα, τα θιλενάδα σι . Έμαει
ερικχουμένει το κίσου μέρη, τσαι ό ‘ράκαμε τουρ ατςhοίποι ναφύνωει
…..Χαρά τσαι υγεία θιλενάδε και θίλοι……
…………..ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ …………
Το πρωινό εκείνο όπως ερχόμουν από την πλατεία με την φιλενάδα μου την Λούλα, ανταμώσαμε με τον πατέρα μου στο δρόμο. Πέρασε δίπλα μου και δε μου μίλησε, ούτε που με είδε, τόσο αναστατωμένος και σκεφτικός ήταν. Είπε στ’ αδέρφια μου να κρυφτούν, να μην πάνε στο σχολείο και στον αδερφό μου τον Αριστόβουλο να φορέσει κοντά παντελόνια για να δείχνει μικρός στην ηλικία. Το πρωινό, εκείνης της μαύρης Δευτέρας, ήταν κρύο παγωμένο και σκοτεινιασμένο. Εμείς, μικρά παιδιά, πήγαμε στο σχολείο δίχως τίποτα το κακό να περνάει από το μυαλό μας. Σαν φτάσαμε είδαμε τους Γερμανούς στρατιώτες στην πόρτα και στην σκάλες. Ανεβήκαμε τις σκάλες και πήγαμε στο αριστερό δωμάτιο, το οποίο ήταν γεμάτο. Μπήκαμε μέσα και καθίσαμε. Εγώ ήμουν κοντά στη μάνα μου και την κυρία Αγλαΐα την φιλενάδα της. Βρισκόμαστε στο πίσω μέρος και δεν είδαμε τους άντρες να φεύγουν………….Χαρά και υγεία φίλες και φίλοι ………
………….ΜΙΛΑΜΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ………