ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ

Τσακώνικα με τον Πάνο

…………ΕΜΕ ΝΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ……
Δέφτερα τσαί Τςhίτα 18–19 του Νοέμπρη2024: Α Τσακωνοπαρέα
Για του νέοι #194: του Πάνου Μαρνέρη

Καταό= κρύος νυχτερινός αέρας από τα βουνά.
Κατακίνου—κίνα—κίντα= καταπίνω,αυτή αυτό καταπίνει
Κατακιάνου-κιάνα- κιάντα= καταπιάνω,αυτή,αυτό, καταπιάνει .
Κατόκι= κατόπι
Καταρούμενε-μένα- καταρούμενε= καταριέμαι, αυτή,αυτό καταριέται.
Καταρυακού = προς, ή καταμεσής στο ρυάκι
Κατουστάγονε= κάτω σαγόνι
Κατατόκια= κατατόπια
Καταςhουπαΐχου-ίχα-ίχουντα= κατατρυπώ,αυτή, αυτό κατατρυπά.
Κατςhοποΐχου-ίχα-ίχουντα=σπάω το πόδι μου, αυτή,αυτό σπάει το πόδι της,του…….
Ο σhίνα ένι κχαμπαήχου καταό= το βουνό κατεβάζει κρύο αέρα.

Κατακίγκα τα γουλία= κατάπια την γουλιά

Κατακιάκα το πρέτσιμο= κατάπιασα το πλέξιμο.

Ννι άγκα τθο κατόκι = τον (την,το) πήρα στο κατόπι.

Ννιέ καταράμα.= τον,το,την, καταράστηκα.

Καταρυακού ννιε σταλίερε;= καταμεσής στο ρέμα το ‘στησες;
Καταρυακού έτζε= προς το ρέμα πήγαινε.

Τθο κατουστάγονε με κοπαννίε= στο κατωστάγονο με κτύπησε.

Εσούκα τθα κατατόκια μι= έφτασα στα κατατόπια μου

Ννιέ κατατςhουπαΐερε τα τέστα= κατατρύπησες τον κουβά,

Κατςhoποΐε το άγο= έσπασε το πόδι του το άλογο.

Τουρ εψιλοί νάμου τσαι τα γρούσσα νάμου.=τα μάτια μας και την γλώσσα μας. …………ΕΜΕ ΝΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ….