ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ

Τσακώνικα με τον Πάνο

……..ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ……….   Δέσποινα 

Τςhίτα τσαι Τίτιντα 4–5 του Γενάρη 2022: Α Τσακωνοπαρέα . 

Κουιτέ#19 : από το Βιβλίε κραυγή . 

Διαστσευή τσαι γραφτέ τθα Τσακώνικα από τον : Πάνο Μαρνέρη 

Α κχαμπάνα ντούτσε συνταχούλια . Επέκαει νάμου ν’νάρουμε από ένα μπέτσιμο τσαι λίγο άντε τσαι να ζάμε το σκολείε . Σαν εμαζούμαει οπά, εχουρίαει νάμου, αλλιά του γουναίτσε με τα μιτσιούλικα τσαι αλλιά τουρ ατςhοίποι με του νέοι,από 15—16 χρονού τσαι τάνου.  Αμπαρούκαει νάμου τάσου τσαι έμαει όλοι φωνηάντουντε: Κια είνι οι ατσhοίποι;Γκανιά βοά ανοίε ο πόρε από το τράβημα . Του σκάλε ο ένα τάνου τον άλλε μπαήκαμε τάτσου τσαι τραβήαμε για το ποταμό. 

Τότθε εκάνε νία σιάτη τσαι επέτσε νάμου ότσι σε σκωτούκαει . Το αργάουμα τσινήκαμε για του τσέλε νάμου .. Όα ήγκιαει αμπρουτά. 

Εμπάκα τα τσέα τσαι έμα παλαίγκα να   γκάνα ιδούλι για τα καμπτζία . Α σιάτη μι α Δήμητρα πρωτοζάτσε τθο τόπο του σκωτουμού . Σαν εγιουρήε τα τσέα τσαί  μ’οράτσε να παλαίγκου να γλυτού κάτσι από ταν κχάρα με πέτσε :— Ματερούλα μι σε σκωτούκαει όλοι, μην αρίτσερε τσίπτα . Νι απογήμα :— ΕΜΕ εφτά κίσου, εφτά βραχάνια, πφου θα ζήουμε ;.Ταν άβα μέρα το ξημέρουμα εζάκα τσαι ερέκα το καμπτζιούλι μι τάσου το σωρέ…τον άτσhωπο μι με τουρ εμαλοί ανεμουτοί τάτσου. Το βραχαμούλι μι γιομάκιου αίματα,ο ‘μα έχα να νι άτσου..Οπά πφι έμαει παλαίγκουντε να μαζούμε τα τσιφάρια, ήγκιαει περούντα τα αερόπλανα απανούσε νάμου. Εσκάβαμε με του χέρε για να σι κχακχούτσουμε. Κχάμποσοι σε πακούκαμε με κοτρόνια . Έγκουντε έμαει οπά πάσα ναμέρα. Του πλέτεροι σε ξεκχακούαει οι κούνοι .

Α ούρα α κα σε όλοι νάμου .. τα εγκλήματα του πολέμου πφι ούτε να σι ξηγίερε έσι πορού μαειδέ να σι λησμονέρε  

……ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ….

…………..

Η καμπάνα χτύπησε πρωινιάτικα. Μας είπαν να πάρουμε ένα σκέπασμα (κουβέρτα), λίγο ψωμί και να πάμε στο σχολείο . Σαν μαζευτήκαμε εκεί μας ε χώρισαν, αλλού τις γυναίκες με τα μικρά, κι αλλού τους άντρες με τους εφήβους,14 —15 ετών και πάνω.

 Μας έκλεισαν μέσα και όλοι φωνάζαμε: Που είναι οι άντρες;

 Καμιά φορά άνοιξε η πόρτα από το τράβηγμα. Στις σκάλες ο ένας επάνω στον άλλον. Βγήκαμε έξω και κατευθυνθήκαμε προς το ποτάμι. Τότε ήρθε ένα κορίτσι και μας είπε ότι τους σκότωσαν.

 Το βράδιασμα ξεκινήσαμε για τα σπίτια μας. Ολα έκαιγαν εμπήκα μέσα στο σπίτι και προσπαθούσα να γλιτώσω κανένα ρουχαλάκι για τα παιδιά μου. Ηκόρη μου η Δήμητρα πρωτοπήγε στον τόπο του σκοτωμού. Οταν με είδε να προσπαθώ να γλιτώσω κάτι από τη φωτιά  μου είπε: — Μανούλα μου τους σκότωσαν όλους μην παίρνεις τίποτα. Της απάντησα: είμαστε εφτά πίσω, εφτά φουστάνια πως θα ζήσουμε..

Την άλλη μέρα το ξημέρωμα πήγα και βρήκα το παιδάκι μου μέσα στο σωρό, τον άντρα μου με τα μυαλά του πεταγμένα έξω. Το φουστάνι μου γεμάτο αίματα, δεν είχα να αλλάξω. Εκεί που προσπαθούσαμε να μαζέψουμε τα κουφάρια περνούσαν τα αεροπλάνα από πάνω μας.

Σκάβαμε με τα χέρια για να τους θάψουμε. Μερικούς τους πλακώσαμε  με πέτρες. Πηγαίναμε εκεί κάθε ημέρα!!! 

Τους περισσότερους τους ξελχωσαν τα σκυλιά…

Η ώρα η καλή σε όλους μας . Τα εγκλήματα του πολέμου που ούτε εξήγηση έχουν αλλά ούτε και λησμονιούντε .

……..ΜΙΛΑΜΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ……..

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *