………………ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ……………Δέσποινα..
Τσιουρακά τσαι Δέφτερα 21–22 του Νοέμπρη2021:
Α Τσακωνοπαρέα .
Κουιτέ #12 από το βιβλικέ…. «ΚΡΑΥΓΗ»
Διαστευή τσαι γραφτέ τθα Τσακώνικα από τον Πάνο Μαρνέρη .
Άμα τσαι εσούκαμε το σκολείε, ερέκαμε ταν αυλή γιομάτα από Γερμανοί στρακιώτοι με ντουφέτσια. Σαν εζυγούκα το πόρε τθα ίσια μι έκι ένα ντόκιε,γκιουτέ με τα Γερμανικά στρακιωτσιχά στολή . Εμποίκα να νι ζυγού μα ετήνε ατθαήε τα χέρα σι, με μποίτσε νόημα τσαι με δενάε το σιδερένιε πόρε. Τθα ίσια τσαι τθα σhοβά τα μάντρα ήγκιαει δύου πολυβόλα με του κάνε σhουφτοί τθο σκολείε .Άγκα αγκαλία ταν ισιάτη μι τσαι μαζί με τα άβα τςhία μι καμπτζία εμπάκα τθαν Αυλή. Τθο βάθη οράκα τον άτςhωπο μι. Ατθαήε τα χέρα σι τσαι με χαιρεκίε τσαι εψιλοί σι ήγκιαει στρατζίχουντε . Τα καμπτζία δρανήαει να νι αγκαλιάσωει . Του κάκου ο αφήκαει σι..
Να μου αποσούκαει τθο δεύκιεριου χούρισμα του σκολείου . Από έντανη ταν ούρα τσινήτσε το μαρτύριε νάμου. Στρούκαμε τσαι βαλήκαμε τα καμπτζία να κατσάνει. Α σιάτη μι έκι βούα τσαι κουϊζα.
—Μα ένι θέα να ζάου τάτσου….Τότθε ο Θόδωρε Παπαβασιλείου, γαμπρέ του νονού σι, νι άτζε ταν αγκαλία σι τσαι το καμπτζί συχάε. Το μαρτύριε τα κλεισούρα τσαι ταρ αγωνία έκι θοούκχουντα τον εμαλέ μι . Κχάμποσοι γουναίτσε αγροήαει τθα περβάζια από τα παναϊθούρια , τσαι ήγκιαει ορούντε του Γερμανοί πφι ήγκιαει ποτσούντε τα κρεψιμέϊκα από του τσέλε νάμου τθο τρένο . Σε λίγο μπουρλούκαει το χωριουδάτσι από άκρα, σ’άκρα …..
Να έμε όλοι κα, με υγεία, μονοιαστοί τσαι αγακητοί ..
………..ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ………..
………
Όταν φτάσαμε στο σχολείο βρήκαμε την αυλή γεμάτη από Γερμανούς στρατιώτες με όπλα. Όταν πλησίασα στην πόρτα, στα δεξιά μου ήταν ένας ντόπιος ντυμένος με την γερμανική στρατιωτική στολή. Έκανα να τον πλησιάσω μα εκείνος σήκωσε το χέρι του, μου έκανε νόημα και μου έδειξε την σιδερένια πόρτα. Στα δεξιά και στα αριστερά της μάντρας ήτανε δύο πολυβόλα με τις κάνες τους στραμμένες στο σχολείο. Πήρα στην αγκαλιά μου το κορίτσι μου και μαζί με τα άλλα τρία μου παιδιά εμπήκα στην αυλή. Στο βάθος είδα τον άντρα μου. Σήκωσε το χέρι του και με χαιρέτησε με δάκρυα στα μάτια. Τα παιδιά έτρεξαν να τον αγκαλιάσουν. Μάταια όμως δεν τα άφησαν.
Μας πήγαν στο δεύτερο δωμάτιο του σχολείου. Από εκείνη την ώρα ξεκίνησε το μαρτύριο μας. Στρώσαμε και βάλαμε τα παιδιά να καθίσουν. Η κόρη μου έκλαιγε και φώναζε: —Μαμά θέλω να βγώ έξω. Τότε ο Θόδωρος ο Παπαβασιλείου γαμπρός του νονού της, την πήρε στην αγκαλιά του και το παιδί ησύχασε . Το μαρτύριο του εγκλεισμού και η αγωνία θόλωσαν το μυαλό μου. Μερικές γυναίκες καβαλίκεψαν τα περβάζια από τα παράθυρα και έβλεπαν τους Γερμανούς να φορτώνουν τα κλεμμένα από τα σπίτια μας στο τρένο. Σε λίγο μπουρλότιασαν το χωριό από άκρη σε άκρη …
Να είμαστε όλοι καλά,με υγεία μονοιασμένοι και αγαπημένοι .
…………ΜΙΛΑΜΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ………..