………….. ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ………….
Σάμπα τσαι Τσιουρακά 18–19 του Σετθέμπρη 2021: Α Τσακωνοπαρέα .
Καλάβρυτα #1 Από το βιβλίε Κραυγή .
Διαστσευή τσαι γραφτέ τα Τσακώνικα από τον Πάνο Μαρνέρη .
Νία γουναίκα με το όνουμα Κωσταγκινία Σαρανταυγά ενάτθε το 1903 τθα Καλάβρυτα . Παντρεύτε το Γιάννη Σαρανταυγά τσαι εμποίκαει Τςhία καμπτζία . Το ένα πενάτσε από φυματίωση τθο στρατέ τσαι τα άβα δύου όπφου τσαι τον άτσhωπο σι σε φονεύαει οι Γερμανοί.
Έντανη ένι α μαρτυρία σι μπρού πεθάνει :
Τα Πέφτα μπάκαει οι Γερμανοί τθα Καλάβρυτα τσαι κχαράνει νάμου
Κουμπάνια. Εμαζούκαμε τσαι σε δούκαμε . Τα Δέφτερα εντούτσε α κχαμπάνα τσαι να μου καλέκαει να νάρουμε ένα μπέτσιμο τσαι κάτσι για φαΐ τσαι να μαζουτθούμε το σκολείε τσαι σαν εζάκαμε να μου κλειδούκαει όλοι τάσου . Απέ βαλήκαει κχάρα σε όα τα Καλάβρυτα. Κατσhούκαμε του πόρου τσαι τα παναϊθούρια τσαι μπαήκαμε τάτσου.
Κχάρε παντού . Περάκαμε από του γραμμέ του τρένου τσαι οράκαμε του Γερμανοί ούγειοι εμποίκαει τα φονικά .Ο ‘μαει νιουρίζουντε κατά κιά να δούμε. Εζάκαμε κατά το λαγκάδι. Οπά το αίμα έκι ποταμό .
Ερέκα το Νικολαΐδη . Κουμπάρα ζούντε έτθε; με ρωτήτσε.
—Ναι απογήμα. Α Ελένη τσαι το καμπτζί ζούντε είνι; με ρωτήτσε κίσου. —Ναι νι απογήμα, σ’οράκα. Εσούκα τάνου. Ερέκα τον άτσhωπο μι πφετέ τσαι τασ’τα αίματα, πενατέ. Εζού αραμάκα έρμο.
Τον άτςhωπο μι νι εκχακχούαει όρπα. Τα καμπτζία μι σ’αποσούκαει κάτου. Υστερα από κχάμποσοι ναμέρε εζάκα κάτου. Ο ‘ρέκα τσίπτα .
Μαειδέ καμπτζία, μαειδέ πράματα , τσίπτα πάρα μόνιου του κούνοι πφι ήγκιαει ρουλισκουμένει . Απαραμάκα νία έρμο, πονετά τσαι αραχλιαστά μάτη .
Καλε ξημέρουμα θιλενάδε τσαι θίλοι . Ποτέ κίσου πλέα .
………… ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ……….
…………………
Μία γυναίκα με το όνομα Κωσταντίνα Σαρανταυγά, γεννήθηκε το 1903 στα Καλάβρυτα.Παντρεύτηκε τον Γιάννη Σαρανταυγά και έκαναν τρία παιδιά. Το ένα πέθανε από φυματίωση στο στρατό και τα άλλα δύο, όπως και ο άντρας της, εκτελέστηκαν. Τους εκτέλεσαν οι Γερμανοί. Αυτή είναι η μαρτυρία της πριν πεθάνει:
Την Πέμπτη μπήκαν οι Γερμανοί στα Καλάβρυτα και ζήτησαν τρόφιμα. Μαζέψαμε και τους τα δώσαμε. Την Δευτέρα χτύπησε η καμπάνα και μας κάλεσαν να πάρουμε ένα σκέπασμα και κάτι για φαγητό και να μαζευτούμε στο σχολείο. Όταν πήγαμε μας κλείσανε μέσα . Μετά έβαλαν φωτιά σε όλα τα Καλάβρυτα. Σπάσαμε τις πόρτες και τα παράθυρα και βγήκαμε έξω. Φωτιές παντού περάσαμε από τις γραμμές του τρένου και είδαμε τους Γερμανούς οι οποίοι έκαναν τα φονικά. Δεν γνωρίζαμε δεν κατά που να πάμε. Πήγαμε κατά το λαγκάδι. Εκεί το αίμα ήταν ποτάμι. Βρήκα τον Νικολαΐδη. Κουμπάρα ζείτε; με ρώτησε.—Ναι αποκρίθηκα.—Η Ελένη και το παιδί; Με ρώτησε ξανά.— Ναι του απάντησα, τους είδα.
Έφτασα επάνω. Βρήκα τον άντρα μου σκεπασμένο με τα αίματα νεκρό. Εγώ έμεινα έρημη.Τον άντρα μου τον έθαψαν εκεί, τα παιδιά μου τα επήγαν κάτω. Ύστερα από μερικές ημέρες πήγα κάτω, δεν βρήκα τίποτα, μήτε παιδιά, μήτε πράγματα, τίποτα παρά μόνο τα σκυλιά που ούρλιαζαν…. Παρέμεινα μία έρημη πονεμένη και αραχνιασμένη μάννα .
Καλό ξημέρωμα φιλενάδες και φίλοι. Ποτέ πίσω ξανά …
……..ΜΙΛΑΜΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ………