ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ

Τσακώνικα με τον Πάνο

 

…………ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ………Βασίλης 

Δέφτερα τσαι Τσιουρακά 21–22 του Μάτζη 2022: Α Τσακωνοπαρέα . 

Κουιτέ # 45: Από το βιβλίε «ΚΡΑΥΓΗ»

Διαστσευή τσαι γραφτέ τθα Τσακώνικα από τον Πάνο Μαρνέρη . 

Εζού μπαήκα κίσου τθο καταράχι του Καπή πφι ήγκιαει νατά τα φονικά . Έκι πρέπουντα να σιάξου τον άτςhωπο μι τσαι το συτζενικό μι .Αραμάκα οπά να σι ποίου παρέα . Αραμάκαει τσαι άλλοι γουναίτσε ως αργά τα νιούτθα . Έμαει βούντε.  Σ’έμαει νιούντε,ου ‘γκιαει απογηκχουμένει . Σ’έμαει ρωτούντε ου ‘γκιαει απογηκχουμένει. Σ’έμαει κιάντε, ήγκιαει ψιουχροί . Κχάμποσοι να μου ήγκιαει ξοικάζουντε, οι εψιλοί σου ήγκιαει αραματοί ανοιτθοί. Ο ‘κι γκανένα οπά να σι κλεί τουρ εψιλοί ταν ούρα πφι ήγκιαει ξεψυχούντε. 

Έτρου να μου ήγκιαει ξοικάζουντε, άλλοι πονετά τσαι άλλοι με απορία  σαν να ήγκιαει αούντε νάμου. «Μη χασομερίχετε. Ότσι έτθε έχουντε να ποίετε ποίετε νι ογλήγορα .. Άλλιου έργο πιο βαριού ένι αντεχούμενε νιούμου.»  Άμα γιουρήα, ερέκα τα καμπτζία μι να κιούφουει  δίπα από το κηγάϊδι, κατάχαμα .Μπέτσιμο  σου ο ουρανέ .Με το χάραμα εζάκα κίσου τθο καταράχι το Καπή. Το αίμα έκι αχνίζουντα με το μπάημα του ήλιου. Πρώτε κουβαλήκα το συτζενικό μι  τσαι απέ τον άτςhωπο μι ούγειε έκι έγκωμο, γιάκεινη με βοηθήκαει τσαι άλλοι γουναίτσε . 

Το μνήμα νιε σκάβα  μοναχά μι . Τα τςhέρβα μι λύκαει από του πορίλε. Μπρου κχακχούτσουμε τον άτςhωπο μι νιε μπαλήκα τα τςhέρβα τσαι σε φορέκα εζού . Εςτσέμα ότσι άκια να τςhιαχίτσου εζου  έδαρη , σαν Μάτη τσαι αφέγκη τθου πορίλε πφι έτενη έκι τςhιάχου.. 

….Το τέλη από έντανη  τα ζωντανά μαρτυρία . 

…..Με το καλέ να ξημερουθούμε τσαι να έχουμε υγεία ……

……………. ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ………….

……….

Εγώ ανέβηκα ξανά στη ράχη του ΚΑΠΗ που είχαν γίνει τα φονικά. Έπρεπε να φτιάξω τον άντρα μου και τον κουνιάδο μου .  Εμεινα εκεί να τους κάνω παρέα.  Έμειναν κι άλλες γυναίκες ως αργά τη νύχτα.  Κλαίγαμε. Τους μιλούσαμε δεν απαντούσαν. Τους ρωτούσαμε δεν απαντούσαν. Τους πιάναμε ήταν κρύοι .  

Κάμποσοι μας κοίταζαν. Τα μάτια τους είχαν μείνει ανοιχτά . 

Δεν ήταν κανείς εκεί την ώρα που ξεψυχούσαν, να τους κλείσει τα μάτια . Έτσι μας κοίταζαν άλλη πονεμένα κι άλλη με απορία σαν να μας έλεγαν: «Μην χάνετε καιρό,ότι έχετε να κάνετε κάντε το γρήγορα, άλλο έργο πιο βαρύ σας περιμένει»  Όταν γύρισα βρήκα τα παιδιά μου να κοιμούνται δίπλα από το πηγάδι κατάχαμα.  Σκέπασμα τους ο ουρανός.  Με το χάραμα πήγα πάλι πάλι στη ράχη του Καπή . 

 Το αίμα άχνιζε με την ανατολή του ήλιου.  Πρώτον κουβάλησα τον κουνιάδο μου και μετά τον άντρα μου ο οποίος ήταν εύσωμος γι’ αυτό με βοήθησαν κι άλλες γυναίκες.  Το μνήμα  το έσκαψα μόνη μου.  Τα παπούτσια μου έλιωσαν  από τους δρόμους.  Πρίν  χώσουμε  τον άντρα μου του έβγαλα τα παπούτσια και τα φόρεσα εγώ.  Σκέφτηκα ότι θα περπατούσα εγώ τώρα σαν μάνα  και σαν πατέρας στους δρόμους που αυτός διάβαινε…… 

 Το τέλος αυτής της ζωντανής μαρτυρίας … 

Με το καλό να ξημερωθούμε και να έχουμε υγεία ..

………….ΜΙΛΑΜΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ………

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *