…………ΕΜΕ ΝΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ………..
Τσιουρακά τσαι Δέφτερα 28–29 του Απρίλη 2024: Α Τσακωνοπαρέα.
Θωμαή, Σιούλα τσαί Σταματού #22 : του Πάνου Μαρνέρη.
Θ:Έντενη ο χρόνε σταμακημό ο ‘νι έχου
Σ:Μά αν έκι έχου σταμακημό ακόννη οπά, τα δεκαοχτώ με είκοσι θα έμα.
Μ:Σαν το ύο θιλενάδε.
Θ:Τσαί πάσα ναμέρα πφί ένι περούα τσαί ένα ακόννη κοτρώννι τθαν ίςhα…
Σ:Κόφτε τα κουβέντα, αλήετε τσίπτα άλλιου γιατσί μι είννι κιάντα ψιουχοπακούματα.
Μ:Τσί ν’αλήουμε βρε θιλενάδε, για το τσαιρέ.
Σ: Έδαρη ννιε πετυχήτσερε….Έντενη ένι πφ’ένι . Μ’έντενη θα πάθου συφώρεση.Μπίτι απολπισία.
Μ:Μα να μη κχαμπαίννει μπίτι για μπίτι, δόξα νά ‘χει τ’όνουμα σι βρε γουναίτσε
Θ:Ως πόσε τσαιρέ ένι έχου να βρέτσει βρε θίλενάδε;
Σ: Μπερ εσ’ αούα κάψο Θωμαή…
Μ:Θα έχει τάνου από μήνα, τσαί τα τελευταία βοά ίσια πφ’εκακιουρίτσε βρε θιλενάδε….
Θ: Επφέρη επέκα να φτύου γκαννιά ντουμάτα να τςhούνουμε γκαννιά σαλάτα ταν ασικρία…..
Σ:Χαλάλι ντι βρε Θωμαή χρυσοχέρα.
Μ:Βαλήτσερε γκαννιά κα σόλτα;
Θ:Ο βαλήκα τσίπτα…
Σ:μέ,ιμε γιατσί;
Μ:Τσι ντε ‘ρέτσε κολλέγισα;
Θ: Βρε ο τόπο στούμπο, ο ‘κι σκαφούμενε με τσίπτα. Πφού να σhιντούνει τα έρμα τα ντουματίνια….αλήετε μι πφουού;
Θίλοι νάχουμε υγεία, αλλά πφού; μ’ έντανη ταν ανομπρία
Ο Θεός να μού οργίστε, τθο κχαβούκι σι εκλείστε,
Τθο έλεος να μου αφήτσε, τελεία να μου ‘παρατήτσε
……… ΕΜΕ ΝΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ……….
Θ:Αυτός ο χρόνος σταματημό δεν έχει.
Σ: Μα αν είχε σταματημό, εκεί στα 18 με 20 θα ήμουν.
Μ: Σαν το νερό φιλενάδες
Θ: Και κάθε μέρα που περνάει και μία ακόμη πέτρα στην πλάτη.
Σ:Σταματήστε την κουβέντα πέστε κάτι άλλο γιατί με πιάνουν ψυχοπλάκωμα.
Μ:Τι να πούμε βρε φιλενάδες για τον καιρό;
Σ:Τώρα το πέτυχες, αυτό είναι που είναι, με αυτόν θα πάθω εγκεφαλικό. τελείως απελπισία
Μ:Μά να μην βρέχει τελείως, δόξα να ‘χει το όνομα του βρε γυναίκες. Θ:Ως πόσο καιρό έχει να βρέξει βρε φιλενάδες;
Σ: Σε ποιόν το λες καψερή Θωμαή….
Μ: Θα έχει πάνω από μήνα και την τελευταία φορά ίσα πού κατούρησε βρε φιλενάδες…
Θ: Εχθές είπα να φυτέψω καμιά ντομάτα, να τρώμε καμιά σαλάτα μεθαύριο.
Σ: Χαλάλι σου βρε Θωμαή χρυσοχέρα.
Μ: Έβαλες καμιά καλή ράτσα;
Θ: Δεν έβαλα τίποτα….
Σ: Μα γιατί;
Μ: Τι σε βρήκε φιλενάδα;
Θ: Βρέ ο τόπος σαν πέτρα, δεν σκαβόταν με τίποτα, πώς να ριζώσουν τα έρημα τα ντοματάκια;
Φίλοι νάχουμε υγεία, αλλά πώς; μ’αυτήν την ανομβρία
Ο Θεός μας οργίστηκε, στο καβούκι του εκλείστηκε
Στο έλεος μας αφησε,τελείως μας παράτησε .
………..ΜΙΛΑΜΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ……….