ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ

Τσακώνικα με τον Πάνο

………………ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ………..Πολυξένη  

Τίτιντα τσαι Πέφτα13–14 του Σετθέμπρη2023: Α Τσακωνοπαρέα . 

Κουιτέ #191 από το βιβλίε «ΚΡΑΥΓΗ»

Διαστευή τσαι γραφτέ τθα ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ από τον Πάνο Μαρνέρη. 

Νία ναμέρα, ο ‘νι θυνηκχουμένα πφουρ ερέσμα οπά,έκι στέκου ο αφέγκη μι τάτσου ταν αυλή του ξενοδοχείου με ένα άλλε άσhωπο, ούγοιε ο ‘μα νιουρίζα μαειδέ έμα εχα ματαορατέ.  Πρώτε βοά οράκα τον αφέγκη μι σκοκεινιαστέ τσαι απολπιστέ . Ο νιάκα τσι ήγκιαει αούντε αλλά έννι σίγουρε ότσι έκι νατέ καβουγά αναμεταξύ σου.  

Ό αφέγκη μι έκι πρεσσιού αγακητέ  τσαι πρεσσιού σεβαστέ τθα Καλάβρυτα . Ποίερ έκι έντενη ο άντρωπο ακομπέτι πφι εκι τθαΐχου τα φωνά σι τθον αφέγκη μι; Ερωτήκα κάκοιε, ό ‘νι θυνηκχουμένα ποίε … 

«Ποίερ ένι έντενη;» Ο απογημό έκι: «Ένι ο γιατρέ Παυλόπουλε από τα Σουδενά. Ένι θυνηκχουμένα τον αφέγκη μι  να φωνιάντει οργιστέ.: 

«Ο ‘νι κιστίου ότσι μ’άγκαει τάσου από του χέρε του λαβουτοί αιχμάλουτοι . Ο θα σι συχωρέου ποτέ…» 

Οι αδιτσίλε τσαι τα εγκλήματα του πολέμου ου ‘νι έχουντα αμογημό ..

………..ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ………….

Μία ημέρα, δεν θυμάμαι πως βρέθηκα εκεί, στεκόταν ο πατέρας μου έξω στην αυλή του ξενοδοχείου με έναν άλλον άντρα, τον οποίον δεν γνώριζα ούτε και είχα ξαναδεί. Πρώτη φορά είδα τον πατέρα μου σκοτεινιασμένο και απελπισμένο. Δεν άκουσα την λέγανε, αλλά είμαι σίγουρη ότι είχε γίνει καυγάς αναμεταξύ τους. Ο πατέρας μου ήταν πολύ αγαπητός και πολυλ σεβαστός στα Καλάβρυτα.  Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος τελοσπάντων που εσήκωνε τη φωνή του στον πατέρα μου; Ρώτησα κάποιον, δε θυμάμαι ποιόν.  «Ποιος είναι αυτός;» Η απάντηση ήταν:  «Είναι ο γιατρός Παυλόπουλος από τα Σουδενά».  Θυμάμαι τον πατέρα μου να φωνάζει οργισμένος:  «Δεν πιστεύω το ότι  μου πήραν μέσα από τα χέρια μου τους τραυματίες αιχμαλώτους, δεν θα τους το συγχωρέσω ποτέ….»

Οι αδικίες και τα εγκλήματα του πολέμου δεν μολογούντε……

………… ΜΙΛΑΜΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ………..