…………… ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ …………Δέσποινα .
Σάμπα τσαι Τσιουρακά 5–6 του Αγούστου 2023: Α Τσακωνοπαρέα …
Κουιτέ #184 από το βιβλίε : «ΚΡΑΥΓΗ»
Διαστσευή τσαι γραφτέ τθα Τσκώνικα από τον Πάνο Μαρνέρη .
Νιε μποίκαει τς’άλλοι . Άλλοι άγκαει καπόκι α άλλοι φανέλε….
Ότσι έκι έχου ανάτζη ο πάσα ένα .
Σ’ερέκαμε αλλά σ’αφήκαμε οπά γιατσί καγκιούτσε… όπφου κισογιουρίαμε ο ‘μαει νιουρίζουντε κατά κια να δούμε . Εζάκαμε οπά πφι ένι το σαμερινέ Δημαρχείε. Οπά έκι ένα γιατάτσι, μισοτελειουτέ . Βρωμούντα ανάγκια έκι. Κιάκαμε νία αγκωνή Οπά ερέστε τσαι ο Παναγη Σαρανταυγά , πφι εγλιτούτσε, με τα Μάτη σι . Φωνιάντα έκι α κακοϊδύστυχο α μάτη σι πφι έκι έχα χατέ τα καμπτζιούλια σι, τουρ αϊθήνε του Παναγή . «Τα καμπτζιούλια μι , τα καμπτζιούλια μι»
Ο Παναγη νι έκι αού . «Σταμάκησε μα, σταμάκησε, ένι τσαι λαβουτέ τσαι ο ‘νι πορού να νιλήου» Έτανη τα νιούτθα ο κιουβε γκανένα .
Σαν εχαράε τσινήκαμε τα κουβαλητά τθο νεκροταφείε . Αφήκαμε του τσαδέφοι μι, τον Γιώργο τσαι τον Αντρία με ταν αϊθά σου τα Κατίνα σε νία αποθήτση …….
Ανέ έχουμε ταν υγεία νάμου θιλενάδε τσαι θίλοι, ότσι πιο πολύκιμο.
……………..ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ……….
Το έκαναν κι άλλοι. Άλλοι πήραν πανωφόρι, άλλη φανέλα, ότι είχε ανάγκη ο καθένας . Τους βρήκαμε αλλά τους αφήσαμε εκεί γιατί νύχτωσε. Όπως πισωγυρίζαμε δεν ξέραμε προς τα που να πάμε. Πήγαμε εκεί που είναι το σημερινό δημαρχείο. Εκεί ήταν ένα γιαπί μισοτελειωμένο. Βρωμούσε πολύ. Πιάσαμε μία γωνία. Εκεί βρέθηκε ο Παναγής Σατανταυγάς που γλίτωσε, με τη μητέρα του. Φώναζε η κακοδύστυχη η μητέρα του που είχε χάσει τα παιδιά της, τους αδελφούς του Παναγή. «Τα παιδάκια μου, τα παιδάκια μου»
Ό Παναγής της έλεγε: «Σταμάτησε μάνα, σταμάτησε, είμαι και τραυματισμένος, δεν μπορώ να μιλήσω». Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε κανείς. Σαν χάραξε ξεκινήσαμε τα κουβαλητά στο νεκροταφείο. Αφήσαμε τους ξαδέρφους μου τον Γιώργο και τον Αντρέα με την αδερφή του την Κατίνα σε μία αποθήκη…….
Να έχουμε την υγεία μας φιλενάδες και φίλοι ότι πιο πολύτιμο .
………..ΜΙΛΑΜΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ………