………..ΕΜΕ ΜΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ………….Δέσποινα .
Πέφτα τσαι Παράστσι 8–9 του Φλεβάρη 2024: Α Τσακωνοπαρέα .
Ο προξενηκή# 1: του Παπαδιαμάγκη .
Διαστσευή τσαι γραφτέ τθα Τσακώνικα από τον Πάνο Μαρνέρη .
Πουρτέσε τθα κολώνα τθο λιμάνι, οπά πφι ήγκιαει δεήντε το χειμωνικό τα παλάγκα από τα παπόρια πφι ήγκιαει ξεχειμωνιάζουντα οπά,τάσου τθο μαγαζί του Ζαγοριανού, ννία συνταχινά ο καπετάνιε ο Σάββα έκι κασίμενε με σταυρουτοί του πούε τάνου τθο γυμνέ πάγκο, φωνιάε τον Στέλιο ούγοιε έκι τσαι έτενη ναυκικό, λοστρόμο για ταν ακρίβεια τσαι αφού παρατζελίτσε 2 μαστίχε νιε πέτσε να κατσάει. Τάνου τθο τσούγκρισμα λοιπόν ννιε κχράε το μυστικό .
— Έμα Θέου να ντ’αλήου ένα όγο Στέλιο, θα ντ’αννοίτσου τα καρδία μι επέτσε ννι.. —Ξεστόμισε ννι καπετάν Σάββα, απογήτθε ο Στέλιο με κάκοιε περιέργεια.—Αν έσα μπορού να μι ποίερε ννία ατςhά χάρη, να ζάρε τθα παλιά ντι γειτόννισα. Ννιε καοξοικάε τσαι σταμακίε.
—Ποίε ;—Πέκα ν’απολείου τα προξενήτρα αλλά έταοι τα λαδικά ό’ννι έχου σι μπιστοσύνα καλύτερα να ανοιτθού σ’ετίου…….
Να έχουμε ταν υγεία νάμου θιλενάδε τσαι θίλοι..
……….ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ………
Μπροστά στην κολώνα στο λιμάνι, εκεί που έδεναν το χειμώνα τα πλοία που ξεχειμώνιαζαν, εκεί μέσα στο μαγαζί του Ζαγοριανού ένα πρωινό ο καπετάν ο Σάββας καθόταν με σταυρωμένα τα πόδια πάνω σε έναν γυμνό πάγκο. Φώναξε τον Στέλιο ο οποίος ήταν ναυτικός, λοστρόμος για την ακρίβεια και αφού παρήγγειλε δύο μαστίχες, του είπε να καθίσει. Πάνω στο τσούγκρισμα λοιπόν του έσκασε το μυστικό. —Ήθελα να σου πω ένα λόγο Στέλιο, θα σου ανοίξω την καρδιά μου, του είπε… — Ξεστόμισε το καπετάν Σάββα αποκρίθηκε ο Στέλιος με κάποια περιέργεια. —Αν μπορούσες να μου κάνεις μία μεγάλη χάρη να πας στην παλιά σου γειτόνισσα. Τον καλοκοίταξε και σταμάτησε. —Ποιάν;—Είπα να στείλω προξενήτρα αλλά και εκείνες τις χαζές, δεν τις έχω εμπιστοσύνη καλύτερα να ανοιχτώ σε σένα
……Να έχουμε υγεία φιλενάδες και φίλοι …..
……. ΜΙΛΑΜΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ……..