……………ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ……….
Πέφτα τσαί Παράστσι 13–14 του Σερικχή 2024: Α Τσακωνοπαρέα .
Κουιτέ # 234 : από το Βιβλίε «ΚΡΑΥΓΗ»
Διαστσευή τσαι γραφτέ τθα Τσακώνικα από τον Πάνο Μαρνέρη .
Ο αφέγκη μι έκι ννιού πρεσσοί γρούσσε τσαι σ’έκι ννιού τθα γρούσσα σου. Ποτέ ο μποίκαει νύξη για το τσι θάκια να ναϊθεί.
Δέφτερα 13 του Δετσέμπρη νιάκαμε ταν κχαμπάνα .
—Όλοι τθο σκολείε με νία ναμερού κουμπάνια τσαι ένα μπέτσιμο.
Έμαει έχουντε τσαί τα μαμού μι, τα μάτη τ’αφέγκη μι πφι έκι φερτά από τα πόλη. Έκι άρρωστε με ημιπληγία Ερέκαμε ένα καρότσι, από έταοι πφι είννι κουβαούντε ταν άμμο, ννιε κατθίκαμε τάσου διπρουτά σ’ένα μπέτσιμο τσαι ννι άγκαμε μαζί νάμου. Σαν εσούκαμε τθο σκολείε βαλήκαει νάμου τθο χούρισμα πφι ένι ορούντα τθα δικαστήρια.
Έννι θυνηκχουμένα τα μάτη μι, τα Βασίλω, τα Μαρία, τον Ντίνο Γεωργαντά, τσαι τον αϊθή μι το Σωκράτη..Τον αϊθή μι οπά πφι να μου ήγκιαει χουρίζουντε, ο ννι’άγκαει. Άγκαει όμως τον αφέγκη μι .
Τα μαμού μι ννι αφήκαμε με το καρότσι τάτσου από το χούρισμα .
Αγάκη τθου καρδίε νάμου τσαι υγεία θιλενάδε τσαι θίλοι .
……….ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ …………….
Ο πατέρας μου μιλούσε πολλές γλώσσες και τους μιλούσε στην γλώσσα τους. Ποτέ δεν ανέφεραν για το τι θα γινόταν ….Δευτέρα 13, Δεκεμβρίου ακούσαμε την καμπάνα. Ολοι στο σχολείο με μιας ημέρας χρειζούμενα και μία κουβέρτα. Είχαμε και την γιαγιά μου, την μάνα του πατέρα μου, η οποία είχε έρθει από την Κωσταντινούπολη. Ήταν άρρωστη με ημιπληγία. Βρήκαμε ένα καρότσι από αυτά που κουβαλάνε την άμμο, την τοποθετήσαμε μέσα διπλωμένη με μία κουβέρτα και την πήραμε μαζί μας. Σαν φτάσαμε στο σχολείο, μας έβαλαν σε ένα δωμάτιο που έβλεπε τα δικαστήρια. Θυμάμαι τη μητέρα μου, την Βασίλω, την Μαρία, τον Ντίνο Γεωργαντά και τον αδερφό μου το Σωκράτη. Τον αδερφό μου εκεί που μας χώριζαν δεν τον πήραν. Πήραν όμως τον πατέρα μου. Την γιαγιά μου την αφήσαμε, με το καρότσι έξω από το δωμάτιο………
Αγάπη στις καρδιές μας και υγεία φιλενάδες και φίλοι.
………ΜΙΛΑΜΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ……….