……………ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ……..αγάπη
Δέφτερα τσαι Τςhιίτα 11–12 του Μάτζη 2024: Α Τσακωνοπαρέα .
Προξενηκή #9: του Παπαδιαμάντη.
Διαστσευή τσαι γραφτέ τθα Τσακώνικα από τον Πάνο Μαρνέρη .
Τσαι εζού το ιίδε, απογήτθε ο Στέλιο, Έννι παιδεγκούμενε με έντεοι του παλιατζούρε πφι εμαζούκα τάσου ογή ν σι συμμορφού.
Α χήρα εγειάτσε.
—Τσαι όα τα παλιά τσινούρτσια είννι γινούμενα, (άτζε πορία α γρούσσα του Στέλλιου) τσαι ό ‘νι ερικχούμενε τσίπτα παλιέ πφι να μη μπορεί να ναΐθεί τσινούρτση. Ένα Θεό ένι ννιουρίζου αν τσαι οι παλιοί έρωτε…..κατσίτσε τα γρούσσα σι τσαι μουρούτσε. Ερέστε αμήχανε τσαι έκι πρέπουντα να πεί κίσου, νή να ζάει πουρτέσε. Εμποίτσε δύου βήματα, τάσου τα τζέα τσαι ζυγούτσε τον αργαλειέ .
Κάτσα λίγο Στέλιο, πέτσε ννι α χήρα.Ο Στέλιο κατσάτσε.
Έκι κάποτε μαγαζί το κατούγι έκειννι τα χήρα. Ένα τσαιρέ έκι κουρείε,ένα τσαιρέ καφενέ τσαι ένα τσαιρέ βιολιτζίδικο.
Το παλιέ τσαιρέ α μάτη τα Κρατήρα με τον άτςhωπο σι, ούγοιε τθα τελευταία σι έκι έχου χατέ το φώς σι, έγκειννι έκι μαγαζί .
Υγεία θιλενάδε τσαι θίλοι. Τα γρούσσα νάμου σαν τουρ εψιού νάμου.
………………ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ …………..
Και εγώ το ίδιο, αποκρίθηκε ο Στέλιος, παιδεύομαι με αυτές τις
παλιατζούρες που μάζεψα μέσα εδώ για να τις συμμορφώσω.
Η χήρα γέλασε. —Και όλα τα παλιά καινούργια γίνονται, πήρε δρόμο η γλώσσα του Στέλιου, και δεν βρίσκεται τίποτα παλιό που να μην μπορεί να γίνει καινούργιο. Ενας θεός γνωρίζει αν και οι παλιοί έρωτες…. δάγκωσε τη γλώσσα του και σιώπησε. Βρέθηκε αμήχανος και έπρεπε να προχωρήσει μπρός, ή να κάνει πίσω. Εκανε δύο βήματα μέσα στο σπίτι και πλησίασε τον αργαλειό. Κάθισε λίγο Στέλιο, του είπε η χήρα. Ο Στέλιος κάθισε. Ήταν κάποτε μαγαζί το κατώγι εκείνο της χήρα, ένα καιρό ήταν κουρείο, ένα καιρό καφενείο, κι ένα καιρό Βιολιτζίδικο. Τον παλιό καιρό η μάνα της Κρατήρας με τον άντρα της, ο οποίος στα τελευταία είχε χάσει το φως του, αυτό ήταν το μαγαζί……
Υγεία φιλενάδες και φίλοι. Την γλώσσα μας σαν τα μάτια μας….
…………ΜΙΛΑΜΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ……….