ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ

Τσακώνικα με τον Πάνο

Αρτεμι σιατέρι μι γλυκό έμε Φχαριστούντε ντι πρεσσιού κούκλα μι . 

…………..ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ………..Αρτεμις Μανούσου

Τσιουρακά τσαι Δέφτερα 30–31 του Οχτώμορη 2022: Α Τσακωνοπαρέα . 

Κουιτέ #101: από το βιβλίε «ΚΡΑΥΓΗ»

Διαστσευή τσαι γραφτέ τθα ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ από τον Πάνο Μαρνέρη . 

Νιε κχαμπαήαμε τσ’ ετήνε τθο νεκροταφείε . Έκι πλέα καγκιουτέ .

Καταμπαηλιαστοί τσαι νη σιτσοί όπφουρ έμαει, εζάκαμε τα τσέα του Τσαρουχά πφι εγλιτούτσε από το δάμα . Εδούκαει νάμου λίγο άντε τς’άρτουμα τσαι λίγο κρασί. Θυνικχουμένα ένι τα τσεία Νιχαλιά με του χέρε σι τάσου τά αίματα έκι βουκχιάχα τον άντε τάσου το κρασί .Τα καμπτζία

 ο  κι αρίκχου σι ο ύπρε, από τα πρεσσά ψείρα. Ξημερούτσε τσαι κιάκαμε ιδουλεία τθο νεκροταφείε για να σι κχακχούτσουμε . Ανοίαμε του τάφοι αναχλά . Βόηθει να σι βάλουμε τάσου, πέτσε α πεθερά μι, μη σι φάνει οι κούνοι. Ο ‘νι πορούα, απογήμα, ο ‘νι έχα τα δένανη. Περάτσε ο τσείε μι ο Τσαρουχά τσαι βοηθήτσε νάμου . Σε μπέαμε με ένα μπέτσιμο, ξερίαμε τσαι κχάμποσιου χώμα τσαι κάτσι κοτρόνια . Ένι θυνηκχουμένα τα τσεία Μιχαλιά. Το παλληκάρι σι , δύου μέτςhα. Πφι νι έμαει κουβαούντε τα πορία τσιχήτθαει οι εμαλοί σι χάμου. Γονακίε α έρμο μάτη σε μαζούτσε τσαι σε βαλήτσε τα ποϊδά σι. Έμαει έγκουντε πάσα αμέρα, τσαι έμαει ερέχουντε νία χέρα ένα πούα. Οι κούνοι σι ήγκιαει ξεκχακχούχουντε. Μετά από τςhεί ναμέρε εκάναει από τα γιούρε χωριουδάτζα τσαι βοηθήκαει νάμου…

 …..Αγάκη του καρδίε νάμου τσαι υγεία θιλενάδε τσαι θίλοι …..

…………ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ……..

Τον κατεβάσαμε κι εκείνο στο νεκροταφείο. Είχε πλέον νυχτώσει. Κουρασμένες, και νηστικές όπως είμαστε, πήγαμε στο σπίτι του Τσαρουχά, που γλίτωσε από τη φωτιά, Μας έδωσαν λίγο ψωμί και τυρί και λίγο κρασί. Θυμάμαι την θεία Μιχαλιά, με τα χέρια της μέσα στα αίματα, βούταγε το ψωμί μέσα στο κρασί. Τα παιδιά δεν τα έπαιρνε ο ύπνος από την πολύ ψείρα. Ξημέρωσε και πιάσαμε δουλειά στο νεκροταφείο για να τους θάψουμε. Ανοίξαμε τους τάφους ρηχά.  Βοήθα να τους βάλουμεανούσου  μέσα, μου είπε η πεθερά μου, μην τους φάνε τα σκυλιά. Δεν μπορώ αποκρίθηκα, δεν έχω τη δύναμη. Πέρασε ο θείος μου ο Τσαρουχάς και μας βοήθησε. Τους σκεπάσαμε με μία κουβέρτα, ρίξαμε και κάμποσο χώμα και μερικές πέτρες. Θυμάμαι την θεία Μιχαλια. Το παλικάρι τις δύο μέτρα. Που τον κουβαλούσαμε, στο δρόμο χύθηκαν τα μυαλά του κάτω. Γονάτισε η έρημη μάνα τα μάζεψε και τα έβαλε στην πόδια της. Πηγαίναμε κάθε ημέρα και βρίσκαμε ένα χέρι ένα πόδι. Τα σκυλιά τους ξέθαβαν.  Μετά από τρεις ημέρες ήρθαν από τα γύρω χωριά και μας βοήθησαν.. 

Αγάπη στις καρδιές μας και υγεία φιλενάδες και φίλοι…

…….ΜΙΛΑΜΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ……

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *