ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ

Τσακώνικα με τον Πάνο

……..ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ………

Τσιουρακά τσαι Δέφτερα 18–19 του Αωνάρη 2021: Α Τσακωνοπαρέα . 

Ο Ξένε#3 :  από το βιβλίε του Στράτη Δαλιάνη . 

Διαστσευή τσαι γραφτέ τθα ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ από τον Πάνο Μαρνέρη . 

Από Κια έσι ξένε ;ξεστομίε ο αφέγκη μι . 

Τσίπτα , γκανένα απογημό, παρά γιουρήε ξοικάε ενεί τα καμπτζία τσαι δακρύε . Μπερ έσι αού τσι νι θυνήαμε !!!

Θα κιούψου Σάμερε τ’αργά  τάνου σ’έγκεινη το σεντούτσι επέτσε. 

Έκι α σεντούκα πφι έμαει βάντε το φαέ . 

Τσυρά μι , φέρε γκάνα μπέτσιμο τσαι αφήετε μι να ξακεισταθού.

Ογλήγορα , ογλήγορα α Μάτη μι ενέτζε το μπέτσιμο τσαι απέ όλοι μαζί μπαήκαμε τάνου τθα Σάλα τσαι κιούβαμε όλοι μαζί στρουματσάδα . Κλειδαμπαρούτσε ο αφέγκη μι τον πόρε. 

Γκανένα ο κλείτσε εψιλέ, αλλά τσαι ο μπαλήτσε κίχ όα νιούτθα,  από φόβο να μην ατθαήσουμε τον ταλαιπωρετέ ξένε.

Οι λυχίνου πφουντέτθαει σε όα τα κονάτζα, τα παναϊθούρια κλείκαει τσαι στυούτθαει με τα κορδομήρια . Σε όα τα κονάτζα ησυχία οξόν από το Βορία πφι έκι τάτσου χαού κόσμο . Α νιούτθα ο ‘κι περούα, τρομάε να ξημερούει . Ο αφέγκη μι τθάτσε πρώτε τσαι αγαλιανά κχαμπάτσε κάτου , τσαι όπφουρ εμπαήτσε τθα ταβέρνα ξοικάε τα σεντούκα τσαι ο Ξένε έκι λείπου. Αφήτσε μόνιου ένα χαρκί πφι έκι γράφουντα : «Ένι ευχαριστού νιούμου» ..

Τότθε ο αφέγκη μι επέτσε: «Ανέ ζάει το καλέ ο άντρωπο, ποίερ ένι ξέρου τσι βάσανα ένι έχου..» Ο μαθήκαμε ποτέ από κια έκι τσαι τσι έκι κχαράχου το χωριουδάτσι νάμου. Εμαθήκαμε όμως γκανιά δεκαρία ναμέρε αργούτερα, ότσι ένα υπόδικο νιε κχράε από του φυλατσαί τ’Ανάπλι τσαι νι ήγκιαει ψαφούντε ….. 

Καλε ξημέρουμα τσαι όμορφο συνταχινά θιλενάδε τσαι Θίλοι . 

…………..ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ……………..

……………..

Από που είσαι ξένε; ξεστόμισε ο πατέρας μου. Τίποτα καμία απάντηση παρά γύρισε κοίταξε εμάς τα παιδιά και δάκρυσε. Ποιός να ξέρει τι του θυμίσαμε . —θα κοιμηθώ σήμερα το βράδυ πάνω σε αυτήν την κασέλα ,είπε.  Ήταν η κασέλα που βάζαμε το στάρι. 

—Κυρά μου φέρε μου κάτι να σκεπαστώ  και αφήστε με να ξεκουραστώ. Γρήγορα γρήγορα η μητέρα μου έφερε το σκέπασμα και μετά όλοι μαζί ανεβήκαμε επάνω στη σάλα και κοιμηθήκαμε όλοι μαζί στρωματσάδα.  Κλειδοαμπάρωσε  ο πατέρας μου την πόρτα.  Κανένας δεν έκλεισε μάτι αλλά δεν έβγαλε κίχ όλη νύχτα, από φόβο να μην ξυπνήσουμε τον ταλαιπωρημένο ξένο. 

Τα λυχνάρια έσβησαν σε όλα τα τα σπίτια και όλα τα παράθυρα έκλεισαν και στυλώθηκαν με τα κορδομίρια. Σε όλα τα σπίτια ησυχία, εκτός από το Βοριά που χαλούσε κόσμο.  Η νύχτα δεν περνούσε. Τρόμαξε να ξημερώσει. Οπατέρας μου σηκώθηκε πρώτος και σπιτάκι σιγά  κατέβηκε και όπως εμπήκε στην ταβέρνα εκοίταξε την κασέλα  και ο ξένος έλειπε, άφησε μόνο ένα χαρτί που έγραφε. «Σας ευχαριστώ»

 Τοτε ο πατέρας μου είπε: «Ας πάει στο καλό άνθρωπος, ποιος ξέρει τι  βάσανα έχει»..  Δεν μάθαμε ποτέ από πού ήταν και τι ζητούσε στο χωριό μας. Μάθαμε όμως καμιά δεκαριά  μέρες αργότερα ότι ένας υπόδικος το είχε σκάσει από τις φυλακές τ’Αναπλιού και τον έψαχναν.

Καλό ξημέρωμα και όμορφο πρωινό, φιλενάδες και φίλοι …

……………ΜΙΛΑΜΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ……….