………………ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ …………
Τςhίτα τσαι Τίτιντα 6–7 του Αωνάρη 2021: Α Τσακωνοπαρέα.
Ο ΞΕΝΕ (αληιθινά ιστορία). Από το βιβλίε του Στράτη Δαλιάνη.
Διαστσευή: από τον Πάνο Μαρνέρη ..
Ένι θυνικχούμενε ότσι γιούρε το τέλη του Νοέμπρη του 1958 . Εζού έμα γιούρε του Δέκα χρονού τσαι έκι παραμονά τα Μισοσπορίτςι γιορτά για του χωρόγοι .
Ο αφέγκη έκι χωρόγο αλλά έκι έχου τσαι νία ταβέρνα τθόν Άγιε Γιάννη κοντά τθα πλατεία τ’Άγιε Γιώρτση,Ταβέρνα του Σαραντόγιαννη έκι το όνουμα.. Έκι γιούρε τουρ οχτώ αούρα τ’αργά τσαι α ταβέρνα γιομάτε.
Ο τσείε ο Γιώργο του Τσαρουχά έκι έχου ανααβητέ όα τα τσεράσματα τσαι τα μουσική . Έκι κισουφερτέ από ταν Αμεριτσή τσαι έκι έχου γερέ κχομπόδεμα τσαι πάντα έκι βοηθού τουρ Αγιαννίτοι συχωριανοί σι .
Έκι κχαμπαίνου , νι έκι ξερίχου με τουρ ακχού, δόξα νάχει τ’όνουμα σι,κατσαβάρα κυκνά πφι ο ‘σα ορού το σhούκχο ντι, τσαι φαρμάτσι, παγουνία . Λεχτρικό ο ‘μαει έχουντε ακόνη τσαι τάτσου έκι κίσσα σκοτάϊδι . Ένα λουξ πετρελαίου πφι ο αφέγκη μι έκι τρομπάρου κάθε τόσιου έκι φουκίχουντα το μαγαζί. Φωνέ , αντάρα , τραγούϊδα τσαι το Πάντζο από τα μουσική του τσείου Γιώργου, σάματσι έσα ερικχούμενε σε γκάνα Σαλούν ταν Αμεριτσή . Όρπα τσαι εζου, ποίου θελήματα για τον αφέγκη μι , τσαι δρανήντου να φέρου τσιχάρα για του πελάτοι από του Μπολόλια…
Έτρου τσαι από το κχίπτα ανοίε ο πόρε τσαι φαγκίστε ένα Θερίε ένα γίγαντα για άντρωπο . Πφουρ ερέστε τθον Άγιε Γιάννη με έντανη τα κακοτσαιρία έντενη ο Γίγαντα, τσαι τσι έκι κχαράχου, τσι έκι ψαφού ;
Καλε ξημέρουμα θιλενάδε τσαι θίλοι, με μπόλικο υγεία.
………….ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ……..,
…………..
Θυμάμαι ότι ήταν προς το τέλος του Νοεμβρίου του 1958 .Εγώ ήμουν 10 χρόνων και ήταν παραμονή της Μισοσπορίτισσας,γιορτή για τους γεωργούς. Ο πατέρας μου ήταν γεωργός, αλλά είχε και μία ταβέρνα στον Αγιο Γιάννη,κοντά στην πλατεία τα Αγίου Γεωργίου. Ταβέρνα του Σαραντόγιαννη ήταν το όνομα. Ήταν γύρω στις οχτώ η ώρα το βράδυ και η ταβέρνα γεμάτη . Ο θείος ο Γιώργος του Τσαρούχα είχε αναλάβει όλα τα κεράσματα και την μουσική . Είχε επιστρέψει από την Αμερική και είχε δυνατό κομπόδεμα και πάντα βοηθούσε
Τους Αγιαννήτες συγχωριανούς . Εβρεχε και το έριχνε με τους ασκούς δόξα να ‘χει το όνομα του. Ομίχλη πυκνή που δεν έβλεπες τη μύτη σου και φαρμάκι, παγωνιά. Ηλεκτρικό δεν είχαμε ακόμη. Εξω ήταν πίσσα σκοτάδι. Ένα Λουξ πετρελαίου, που ο πατέρας μου το τρόμπαρε κάθε τόσο, φώτιζε το μαγαζί, Φωνές, αντάρα, τραγούδια, και τό Πάντζο από την μουσική του θείου Γιώργου, λες και βρισκόσουν σε κάποιο σαλούν στην Αμερική . Εκεί και εγώ έκανα δουλίτσες για τον πατέρα μου και έτρεχα να φέρω τσιγάρα για τους πελάτες από του Μπολόλια..Έτσι και από το πουθενά άνοιξε η πόρτα και φάνηκε ένα θεριό ένας γίγαντας για άνθρωπος. Πως βρέθηκε στον Άη-Γιάννη με αυτή την κακοκαιρία αυτός ο γίγαντας και τι ζητούσε; την έψαχνε;….
….Καλό ξημέρωμα φιλενάδες και φίλοι, με μπόλικο υγεία..
………Μιλάμε Τσακώνικα ……..