ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ

Τσακώνικα με τον Πάνο

 

Ηλιάνα σιάτη μι να έχερε ταν εφτσή μι  τσαί ντ’φχαριστούντε πρεσσιού

……….ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ …………Ηλιάνα Ολ.

Τςhίτα τσαι Τίτιντα 15–16 του Νοέμπρη 2022: Α Τσακωνοπαρέα 

Κουιτέ #107: από το Βιβλίε «ΚΡΑΥΓΗ»

Διαστσευή τσαι γραφτέ τθα Τσακώνικα από τον Πάνο Μαρνέρη …

Εμπαήκα τθον ανήφορε, μπαήκα το Γολγοθά μι . Τσι να οράου . Αμόγητε . 

Όλοι σκωτουτοί, ένα σωρέ από τσιφάρια . Ερέκα τον άτςhωπο μι . 

Οράκα το καμπτζί τα τσεία μι τα Κελαϊδίτσα, είκοσι χρονού λεβέγκη , το άλλιου δεκαοχτώ, το άλλιου δεκαέξε τσαι τον άτςhώμο σι . Ετήνα έκι κασιμένα κάτου τθο νεκροταφείε,τσαι ένα ένα πφι σι ήγκιαει αποσούκχουντε α έρμο έκι αούα. Φέρτε μι ένα κουλέ, ένα κουτσέ, να έχου ένα καμπτζί ας ένι τσαι κουτσέ . Δύου δύου οι γουναίτσε ήγκιαει κχαμπαήχουντε κάτου, σιούρουντε τάνου σε πετσίματα του σκωτουτοί . 

Εζάτσε το καμπτζιούλι μι τα τζέα . Ερέτσε νία τσία . Νι ενέτζε τσαι τσινήτσε  το σκάψιμο για  να κχακχούτσει τον αφέγκη σι . 

Έκάναει τσαι κχάμποσοι από τα Κερπινή τσαι βαλήκαει νία χέρα να νι κχακχούτσουμε κα . Το τσείε μι ούγειε έκι ανθυπολοχαγό,ο νιε ‘κχακχούαει τα προκοκή, έκάναει οι κούνοι τσαι νιε φαήκαει τα χέρα . 

Τσαι οι κούνοι ακόνη ενάγκια του σκωτουτοί, του σκωρετοί τσαι μισοκχακχουτοί Καλαβρυτινοί ατσhοίποι . Ετσιτάπα έκι α τύχη σου… 

………Τα αίσχη του πολέμου θιλενάδε τσαι θίλοι……

………..ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ……….

Ανέβηκα τον ανήφορο, ανέβηκα τον Γολγοθά μου. Τι να δω. Αμολόγητο. Όλοι σκοτωμένοι. Ένα σωρός από κουφάρια. Βρήκα τον άντρα μου είδα το παιδί της θείας μου της Κελαϊδίτσας,20 χρονών Λεβέντης, το άλλο 18, το άλλο 16, και τον άντρα της. Εκείνη καθόταν, κάτω στο νεκροταφείο και έναν έναν που τον πήγαιναν η έρημη έλεγε: ΅Φέρτε μου ένα κουλό, ένα κουτσό, να έχω ένα παιδί, ας είναι και κουτσό. Δυο δυο οι γυναίκες τους κατέβαζαν κάτω. Τους έσερναν πάνω σε κουβέρτες τους σκοτωμένους. Πήγε το παιδάκι μου στο σπίτι, βρήκε μία Τσάπα την έφερε και ξεκίνησε να σκάβει για να θάψει τον πατέρα του. Ηρθαν κάμποσοι από την Κερπινή και έβαλαν ένα χεράκι να τον θάψουμε καλά. Τον θείο μου ο οποίος ήταν ανθυπολοχαγός, δεν τον έθαψαν  της προκοπής, ήρθαν τα σκυλιά και του έφαγαν το χέρι. Και τα σκυλιά ακόμα ενάντια στους σκοτωμένους, τους πεθαμένους, τους μισοθαμμένους Καλαβρυτινούς άντρες. Τέτοια ήταν η τύχη τους.. …….Τα του πολέμου τα αίσχη,φιλενάδες και φίλοι….

………..ΜΙΛΑΜΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ……….