…………………..ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ …………….Δέσποινα .
Τίτιντα τσαι Πέφτα 27–28 του Απρίλη 2022: Α Τσακωνοπαρέα .
Κουιτέ #54: από το βιβλίε «ΚΡΑΥΓΗ»
Διαστσευή τσαι γραφτέ τθα Τσακώνικα από :τον Πάνο Μαρνέρη .
Ότσι αρχινήε να κχράντει α αμέρα, γιούρε τουρ εφτά, ενιάκαμε τα κχαμπάνα τουνΑγίου. Μπαήκαμε τουρ αυλέ τσαι μαθήκαμε ότσι ήγκιαει καούντε όλοι νάμου να μαζουτθούμε τθο σκολείε .
Να νάρουμε από ένα μπέτσιμο τσαι κάνα κομμάκι άντε για να περαήτσουμε ταν αμέρα .
Εκάνε ένα καμπτζιούλι από τα γειτονία τσαι πέτσε νάμου ότσι οι Γερμανοί, πφι ήγκιαει έχουντε παρτέ τα τσέα σου , επέκαει τον αφέγκη σι τον Αλέκο να γκριουφτεί ως να φύτςει ο στρατέ .
Κατά τα άβα οι Γερμανοί ήγκιαει μαζούκχουντε το κόσμο.
Ο ‘μαει νιουρίζουντε τσι να ποίουμε… οι Γερμανοί να μου ήγκιαει έχουντε συγκιουτέ .. Οράκα το Τραπεζίτα πφι έκι νιού τσαι δρανία να νι νιάου.
—Τσι ένι τςhάχουντα Μήτρο; Μ’απογήτθε:— Άρετε νι απόφαση ότσι σε νία ούρα θα πφουντεθούνει όα .. —Τσαι οι αντροίποι; Ρωτήκα νι …
—Τσαι έτεοι θα χαθούνει…..ογή πφ’εσούκαμε…..Έατθε τς’εμού να ζάμε παρέα …Έτρου τσαι ενάτθε. Σούκαμε τθα πλατεία . Απολύκαει νάμου τθο σκολείε . Όλοι επανιάμε… Σαν εσούκαμε τθα τράπεζα ο Τραπεζίτα έκι ίκχου ένα κουκί με χρυσαφικά . Ελνα Γερμανέ νι αβράε από του χέρε σι . Άτζε τσαι ετήνε μαζί με του τςhεί αϊθήνε σι τσαι σε βαλήκαει τάσου τα τράπεζα .έλξει έναει στέκουντε τσαι έναει αντεχουμένει.. Εκάναει άλλοι τσαι αποσούκαει νάμου τθο σκολείε ..
Μόνιου με αγάκη σ’έσι μπάνου πέρε τσαι έσι συχωρού.
Να έχουμε υγεία ..
…………….ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ …………
Ότι άρχισε να σκάζει η μέρα, γύρω στις εφτά ακούσαμε την καμπάνα της εκκλησίας. Βγήκαμε στις αυλές και μάθαμε ότι καλούσαν όλους μας να μαζευτούμε στο σχολείο. Να πάρουμε από μία κουβέρτα, ένα σκέπασμα, και από ένα κομμάτι ψωμί για να περάσουμε την ημέρα.
Ήρθε ένα παιδάκι από τη γειτονιά και μας είπε, ότι Γερμανοί που είχαν κατασχέσει το σπίτι τους, είπαν στον πατέρα του τον Αλέκο, να κρυφτεί ώσπου να φύγει ο στρατός . Κατά τα άλλα οι Γερμανοί μάζευαν τον κόσμο. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Οι Γερμανοί μας είχαν κυκλώσει. Είδα τον τραπεζίτη που μιλούσε και έτρεξα να τον ακούσω.. — Τι τρέχει Μήτρο ; Μου αποκρίθηκε: —Πάρτε το απόφαση σε μία ώρα θα σβήσουν όλα. Και άνθρωποι; ρωτήσα . Και εκείνοι θα χαθούν εδώ που φτάσαμε. Ελάτε κι εσείς να πάμε παρέα. Ετσι κι έγινε . Φτάσαμε στην πλατεία και μας έστειλαν στο σχολείο.
Όλοι γίναμε σαν πανί . Σαν εφτάσαμε στην τράπεζα, ο τραπεζίτης κρατούσε ένα κουτί με χρυσαφικά, ένας Γερμανός του το άρπαξε από τα χέρια, πήρε κι αυτόν με τα τρία του αδέρφια και τους έβαλαν μέσα στην τράπεζα. Εμείς καθόμαστε και περιμέναμε. Ήρθαν άλλοι και μας πήγαν στο σχολείο..
Μόνο νε αγάπη τα βγάζεις πέρα και συγχωρείς .. Να έχουμε υγεία …..
……..ΜΙΛΑΜΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ………..