Σιάτη μι κα χρονία να έχερε τσαι ντ’ έμε Φχαριστούντε πρεσσιού
…………..ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ………,Μεταξένια Μανούσου .
Τίτιντα τσαι Πέφτα 1-2 του Φλεβάρη 2023: Α Τσακωνοπαρέα .
Κουιτέ #134 από το βιβλίε «ΚΡΑΥΓΗ»
Διαστευή τσαι γραφτέ τθα Τσακώνικα από τον Πάνο Μαρνέρη.
Εφύγκα . Εζάκα τσαι κατσάκα με του συγγενήδε μι, ταν Παχούλα,τσαι τα Φρατζέσκα, ανηψιέ του μακαρίτα του ατσhούπου μι. Έμαει αντεχουμένει. Ο ‘μα καταβαίνα το τσι έκι γινούμενε .Ο ‘μα νιούκχα κιά έμα ερικχουμένα, ο ‘μα νιουρίζα τσίπτα.Ο ‘μα πορούα να στσεφτού νη να φαγκηστού κάτσι, πάρα μόνιου το ότσι έμα ορούα το κόσμο σαν αποκιουφτά, σάματσι ο ‘μα νιουρίζα κιά έμα ερικχουμένα . Τσίπτα ….Σαν ανοίε ο πόρε τσαι μπαήκαμε τάτσου, ένι θυνηκχουμένα πφι ένα Γερμανέ ακχουγκίε μι με τον υποκόπανε του ντουφετσίου σι.
Ο ντούτσε μι τσαι προχωρέκα. Οπά οράκα τα τσεία μι πφι έκι σακάκισα τσαπρουτά χάμου. Νι ατθαήα τσαι ετήνα με πέτσε .
« φύτσε καμπτζί μι τσαι άφε μι ενίου.»
Αν εβαλήκαει κχάρα τθο σκολείε ο ‘νι θυνηκχουμένα .Σαν εμπαήκα τάτσου όμως οράκα καπινοί τσαι κχάρε . Α τράπεζα έκι δέσα, ακόνη τσαι ο Σταθιμό .
….Να έμε κα τσα να έχουμε ταν υγεία νάμου …..
………..ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ………..
——————————————————————
Έφυγα. Πήγα και κάθισα με τους συγγενείς μου, την Παχουλά και την Φραντζέσκα, ανηψιές του μακαρίτη του ανδρός μου. Περιμέναμε…
Δεν καταλάβαινα το τι γινόταν, δεν ένιωθα που βρίσκομαι, δεν γνώριζα τίποτα, δεν μπορούσα να σκεφτώ ή να φανταστώ κάτι, παρά μόνο το ότι έβλεπα τον κόσμο σαν αποκοιμισμένη, σάματις δε γνώριζα που ευρισκόμουν… Τίποτα …Σαν άνοιξε η πόρτα και βγήκαμε έξω θυμάμαι που ένας Γερμανός με ακούμπησε με τον υποκόπανο του τουφεκιού του. Δεν με χτύπησε και προχώρησα.
Εκεί είδα την θεία μου που ήταν σακάτισσα, ξαπλωμένη κάτω. Την σήκωσα και εκείνη μου είπε: «Φύγε παιδί μου και άσε με εμένα»
Άν έβαλαν φωτιά στο σχολείο δεν θυμάμαι. Σαν βγήκα έξω όμως είδα καπνούς και φωτιές.Η τράπεζα έκαιγε, και ο σταθμός επίσης .
Να είμαστε καλά, να έχουμε την υγεία μας.
…….ΜΙΛΑΜΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ……..