ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ

Τσακώνικα με τον Πάνο

……….. ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ……..

Σάμπα τσαι Τσιουρακά 24–25 του Οχτώμπρη 2020: ΑΤσακωνοπαρέα . 

Θωμαή , Σιούλα Γειτόνισε #2: του Πάνου Μαρνέρη . 

—Σιούλα  κια έσι .. έσι έχα κέφια Σάμερε .. 

— Ο νιάτσερε πφι εξεποτσούκαει τα παπόρια μι!!! 

— Αμ γιάκεινη δα, επέκα τσαι εζού τσι ενάτθε, έδαρη ένι καταβαίνα . 

— Έα Έα να κίουμε το καφούτσο, να αλήουμε τσαι γκάνα  ψέμμα.. 

—Να ξεθρεμού  τσαι σούκα… 

— Βρε γειτόνισα τσαι θιλενάδα ταν ατσιπέρη εμπάκα το αυτοκίνητε του Γιάννη τα Γιωργού τσαι μ’ αποσούτσε ως το Άργο. 

—Καψο Σιούλα εκιού εξενητεύτερε! Έσα έχα πετέ ότσι άκια να ζάρε με το Λωφορείε , έσα τσhίντα τσιόατες μη χαθείρε.

— Νία βοά του δύου χρόνου ένι έγκα να οράου ταν έρμο αϊθά μι πφι εκακοιτσίε χάμου τσαι έτανη α έρμο .. 

— Όνι τθένα μπίτι βρε Σιούλα; 

— Χάμου όρκο μι νιε λυπήτθε α καρδία μι καλύτερα να μη έμα έγκα .

— Κα εμποίτσερε .. 

— Εζου αφού έσι ξέρα ο ‘νι σταφνίζα από πορίλε . Με ρωτήτσε ο Ερμο Γιάννη κια  να ζάει , σάματσι έμα συννοούα να νι αλήου πφου να ζάει . Το όνουμα τα πορεία νι έμα θυμουμένα. 

—Χάστατε μαθές; ό’τθαει ρωτούντε γκάνα άντρωπο ;

—Κα επέκα ταν α βοά ότσι ένα χάρο ο κατανέγκαει να ποίωει κα … 

— Τσι ενάτθε βρε Σιούλα .. 

— Κχοντούσου , κχοντούσου τσαι θα ντ’ αλήου .

— Άλε νι ντε δύου ναμέρε μ’έσι παιδέγκα έδαρη . 

Καλε ξημέρουμα θιλενάδε τσαι Θίλοι : ο Θεό να νάμου κχοντούτσει μακρύα από τον ιό, έντανη ταν πλεμονάρα … 

……………..ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ …….

……. 

— Σούλα που είσαι ; Εχεις κέφια σήμερα …

—Δεν το άκουσες που ξεφόρτωσαν τα καράβια μου!!

—Αμ γι’ αυτό, είπα και εγώ τι έγινε! τώρα το καταλαβαίνω. 

—Ελα έλα να πιούμε τον καφέ να πούμε και κανα ψέμα .. 

—Να πλύνω τα πιατικά και έφτασα. 

— Βρε γειτόνισσα και φιλενάδα προχθές εμπήκα στο αυτοκίνητο του Γιάννη της Γιώργους και με πήγε ο στο Άργος. 

—Καψερή Σούλα εσύ ξενιτεύτηκες, είχες πει ότι θα πήγαινες με το λεωφορείο και στεναχωριόσουν  κιόλας μην χαθείς.. 

—Μια φορά στα δύο χρόνια πάω να δώ την έρημη την αδερφή μου που κατοίκισε κάτω( δεν μπορεί να κινηθεί) και αυτή η έρημη. 

— Δεν σηκώνεται καθόλου βρε Σούλα; 

—Κάτω o´ρκε μου την λυπήθηκε η καρδιά μου καλύτερα να μην πήγαινα. 

—Καλά έκανες .. 

—Εγώ αφού ξέρεις δεν ξέρω από δρόμους, με ρώτησε ο έρημος ο Γιάννης που να πάει μήπως ήξερα να του πω που να πάει; το όνομα του δρόμου το θυμόμουνα… 

—Χαθήκατε μαθές; δεν ρωτάγατε καναν άνθρωπο..

—Καλά είπα την άλλη φορά ότι έναν χάρο δεν καταφέρουν να κάνουν καλά .. 

—Τι έγινε βρε Σούλα;

—Κρατήσου, κρατήσου και θα σου πω. 

—Πες το ντε….  δύο ημέρες με παιδεύεις τώρα..

Καλό ξημέρωμα φιλενάδες και φίλοι ο Θεός να μας κρατάει μακριά από τον ιό αυτήν την πνευμονία

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *