………..ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ……..
Σάμπα τσαι Τσιουρακά 11 τσαι 12 του Απρίλη 2020:
Α Τσακωνοπαρέα
Εκάνε ο Λάζαρε : ταρ Ελένη Μάνου
Ογί τθα Τσακωνία, το Σάμπα του Λαζάρου, του παλαοί χρόνου ούγκιαει ποίντε κάτσι το ιδιαίτερε. Κάποιοι λίγοι γρίε τσαί γεράδε ήγκιαει θυνικχουμένοι τσαί έντεοι από του διτσοί σι παραπαπούδε ότσι τθου πρώτοι δεκαετίε του εικοστού αιώνα ήγκιαει περούντε από τα χουζία τα Τσακωνιά οι Λάζαροι, Μανιάτε, πφη ήγκιαει ψάλλουντε το Λάζαρε.
Ήγκιαει κάτσι σα διακονιαρέοι, ήγκιαει κακογκιουτοί με απογδύνια με νιά μαγκούρα τθα χέρα. Ήγκιαει αρίκχουντε παράδε, απ’έντεοι πφη ήγκιαει έχουντε τον τρόπο σου να δούνι, διαφορεκικά ήγκιαιε αρίκχουντε λίγο αούλι σε ένα δοχείε πφη ήγκιαει κουβαούντε μαζί σου νη ότσι άλλιου ο καθερένα έκι μπορού, αβουγά, καζούλια, φσίσε….
Τθον Τερέ, ένι γράφου ο Θανάση ο Κωστάκη, τα καμπζία, ίκχουντα ένα ξούλινε ομοίωμα του Λαζάρου γκιουτέ με κολλήματα, ήγκιαει γιουρίζουντα τθου τσέλε τσαί ήγκιαει ψάλλουντε: Εκάνε ο Λάζαρε, εκάναει τα Βάγια, εκάνε α Τσουρακά πφη είνι τςhούντετα ψάρια.
_Κιά έσα Λάζαρε; Κιά έσα γκζιουφτέ; Κάτου τθου νεκροί, πφουρ έσα στέκου πενατέ;
Έτθα Λάζαρε εκάνε ο θίλε ντι, Έτθα Λάζαρε εκάνε α μέρα ντι τσαί α χαρά ντι.
Το κοϊθινάτσι μι ένι θέντα αβουγά τσαί α μπούρσα μι παρά…
Εκάνε ο Λάζαρε εκάναει τα Βάγια, εκάνε α Τσουρακά πφη είνι τσhούντε τα ψάρια.
Κάλε ξημέρουμα σε όλοι νάμου, έμε κασημένοι τάσου… τσαί ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ
Εδώ στην Τσακωνιά, το Σάββατο του Λαζάρου, τα παλιά χρόνια δεν έκαναν τίποτε το ιδιαίτερο. Κάποιοι λίγοι γριές και γέροι θυμούνταν και αυτοί από τους παππούδες τους, ότι στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα περνούσαν από τα χωριά της Τσακωνιάς οι Λάζαροι, Μανιάτες, που έψαλλαν το Λάζαρο.
Ήταν κάτι σα ζητιάνοι, ήταν κακοντυμένοι με κουρέλια απογδύμια με μια μαγκούρα στο χέρι. Έπαιρναν χρήματα, από αυτούς που είχαν τον τρόπο τους να δώσουν, διαφορετικά έπαιρναν λίγο λαδάκι σε ένα δοχείο που κουβαλούσαν μαζί τους η ότι άλλο ο καθένας μπορούσε, αβγά, καρύδια, παξιμάδια….
Στον Τυρό, γράφει ο Θανάσης ο Κωστάκης, τα παιδιά, κρατώντας ένα ξύλινο ομοίωμα του Λαζάρου ντυμένο με πανιά, γύριζαν στα σπίτια και έψελναν:
_ Ήρθε ο Λαζάρος, ήρθαν τα Βάγια, ήρθε η Κυριακή που τρώνε τα ψάρια.
Που ήσουν Λάζαρε; Που ήσουν κρυμμένος; Κάτω στους νεκρούς, πως έστεκες πεθαμένος;
Σήκω Λάζαρε ήρθε ο φίλος σου, σήκω Λάζαρε ήρθε η μέρα σου και η χαρά σου.
Το κοφινάκι μου θέλει αβγά και η τσέπη μου λεφτά…
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια, ήρθε η Κυριακή που τρώνε τα ψάρια.
Καλό ξημέρωμα σε όλους, καθόμαστε μέσα… και ΜΙΛΑΜΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ