ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ

Τσακώνικα με τον Πάνο

…………….ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΣΑΚΩΝΙΚΑ ………….

 Παράστσι τσαι Σάμπα 16–17 του Αωνάρη  2021:Α Τσακωνοπαρέα..

 Ο ξένε #2: από το βιβλίε του Στράτη Δαλιάνη…

Διαστσευή τσαι γραφτέ τα Τσακώνικα από τον Πάνο Μαρνέρη .. 

Έκι ένα άτςhωπο τάνου από δύου μέτςhα το αψέλη, κουρελιαστέ, με γενιάδα πφι έκι σούνα ως τα στήθη σι, οι έμισοι όντου λείπουντε από τα μασέα σι,το ξοίκασμα σι αητήσιε τσαι αγριευτέ ,αλέστα να σι βάλει με  όλοι τσαι με όα , οι χέρε σι κρεμαστοί, κχαμπέντε κάτου απο του γούνοι,τσαι ένα καπόκι ξεστσιστέ, έκι μπέχουντα το κορμό σι τσαι νι έκι φυάτθουντα από τα κρυάδα . 

Μουγκαμάρα τσιτάε τάσου τθα ταβέρνα τσαι όλοι αποχαυνούτθαει, σάματσι άκια να έκι παρία α συντέλεια. Κχάμποσοι ήγκιαει βαστημούντε , από τάσου σου, τσαι αναθεμακίζουντε ταν ούρα πφι ξεκονατσιάσταει. 

Ποίερ ογή ένι το αφεγκικό ; Ρωτήτσε το Θερίε.

Ο αφέγκη μι, ούγειε μόνιου το Θεό έκι φοζούμενε, δειλά ξεστομίε. 

—Εζου ένι ..

—Ένι κεινού, επέτσε κίσου, φέρε ότσι έτθε έχουντε τσαι κρασί.. 

Νιε δούκαμε άντε τσαι ελήε τσαι έμισε οκά κρασί φρεσκοαρητέ από το Βαρέλι . Ένα κομμάκι χιουρινέ από δικό νάμου έκι φταινούνενε .

Ότθε αούντε μι ως πόσε τσαιρέ έκι έχου να φάει ; Ως να αλήερε Αμήν σε κακχίτσε όα, τα πλέτερα σε κχαμπαήε αμάτθαντα, τσαι κχαράε τσαι άβα . Νιε δούκαμε νία από τα ιίδε τσαι μα ταν Έωνη σε αφανίε. Ξεθαρρεύαει τσαι οι θαμώνε τσαι αγάλι αγάλι ήγκιαει τθέντε καονυχκίζουντε,τσαι ανταριαστοί τσαι φοζατθοί ήγκιαει φύντε για τα κονάτζα σου.Αραμάκαμε: εζού, οι αϊθέ μι, ο αφέγκη μι τσαι α Μάτη μι.

Καλε ξημέρουμα θιλενάδε τσαι θίλοι, να έχουμε όλοι ταν υγεία νάμου.

…………….ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ …………..

……………

Ήταν ένας άντρας πάνω από 2  μέτρα στο ύψος, κουρελιασμένος με γένια που έφταναν ως το στήθος του.  Τα μισά δόντια έλειπαν από την μασέλα του. Το βλέμα του αετήσιο και αγριεμένο,έτοιμος να τα βάλει με όλους και  με όλα.  Τα χέρια του κρεμασμένα κατέβαιναν κάτω από τα γόνατα και ένα παλτό ξεσκισμένο εσκέπαζε το κορμί του και τον προφύλαγε από το κρύο . 

Μουγγαμάρα έπεσε μέσα στην ταβέρνα και όλοι τα ‘χασαν λες πως θα ερχόταν η καταστροφή.  Κάμποσοι βλαστημούσαν  από μέσα τους και αναθεμάτιζαν την ώρα που ξεσπιτώθηκαν.. 

Ποιος είναι εδώ το αφεντικό ;ρώτησε το θηρίο. Ο πατέρας μου ο οποίος μόνο το θεό φοβόταν, δειλά ξεστόμισε: Εγώ είμαι.—Πεινάω είπε πάλι, φέρε οτι έχετε και κρασί.  Του δώσαμε ψωμί, ελιές και μισή οκά κρασί αρμεχτιάρικο από το βαρέλι. Ένα κομμάτι χοιρινό από δικό μας ψηνόταν.  Δε μου λέτε πόσο καιρό είχε να φάει; Έως ότου να πεις Αμήν τα  καταβρόχθισε όλα.  Τα περισσότερα τα κατέβασε αμάσητα και ζήτησε κι άλλα. Του δώσαμε μία από τα ίδια και μα την Έλωνα τα αφάνισε.Ξεθάρρεψαν και οι θαμώνες και σιγά-σιγά σηκωνόνταν, χαιρετούσαν και φοβισμένοι έφευγαν για τα σπίτια τους. 

Παραμείναμε εγώ, οι αδερφές μου, ο πατέρας μου, και η μάνα μου..

Καλό ξημέρωμα φιλεναλδες και φίλοι , υγεία ν έχουμε…

…….ΜΙΛΑΜΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ……. 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *