ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ

Τσακώνικα με τον Πάνο

 

…………..ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ……….

Παράστσι 19 του Αωνάρη . 2019 Α Τσακωνοπαρέα .

ΤΖΕΛΙΝΑ Α ΧΩΡΑΤΑΤΖΟΥ : ταρ Ελένη Μάνου

Ε. Θυνικχουμέναρ έσι Λενιώ μι, πφ’εζάκαμε μαζί με τα Τζελίνα να κειράξομε το γέρου Γιάννη το λεκοτσούφαλε.

Λ. Α Τζελίνα, κά σι ούρα τσαί καλέ σι μελέκημα, ατσhά χωρατατζού, όκι αφήνα σε ησυχία γκανένα, νάκια έκι τσαί καόψιουχο, αλίμονό σι! 

Ε. Περατά μεσάνιουτθα θα έκι, έμαϊ ντίντε ράσσα τθαν αυλή τα τσεία Μαρούα, εβαρέμαϊ τσαί εστσέμαϊ να ζά να κειράξομε τα τσεία Γιαννού.

Λ. Κιά έμαϊ έγγουντε τσαί ενεί βρε οι αθεόφοβοι, δύου γεράδε μοναχοί σου ήγκιαϊ, τα καμπζία σου σκορκιστά, άβα τθα ξενικία τσαί άβα παντρευτά τθου τσέλε σου.

Ε. Σαν έκι σπαγγοδεητέ ο τσείε Γιάννη εζάκαμε να ποίομε του βαρκάζηδε τάχαμου να ν’ άρομε πράμα, λεϊμόνια,  πορτοκάλια για τον Περαία.

Λ. Ταμάνι εβαλ̣ήκαμε τα αντζικά τσαί εζάκαμε να ντούμε τον πόρε.

Ε. Ότσι εκαταβήτσε πφουρ έκι να ν’αζει παρούτσhι, ναμ’εβαλήτσε τάσου, τσαί επέτσε τθα γρία σι, φκιάσε καφέδε τθα καμπζία!

Λ.  Μα τσαί ετήνε ο άραχλε όκι έχου το θεό σι, άμα εζουνίστε μπαγιόκι, στραβό, ξεστραβό, ετάτσε από τον κρεββάτα!

Ε.  Α Τζελίνα πλέα εδούτσε τον όγο σι πφη ταν άβα αμέρα συνταχούλια θα ανταμουθούν̇ι τθον καφενέ να ζάν̇ι τθο πεζιβόλι να ’ράν̇ι το πράμα. 

Λ. Εκιού βρε κολέγισσα όσα μπορούα να κχοντουθείρε, έσα κχρατθά από τα γέλια, όσα αντεχουμένα να μπαῒομε τάτσου, α Τζελίνα όμως ατάρατθε, εδούτσε τσαί τα χέρα σι.

Ε. Θυμάσαι Λενιώ μου, που πήγαμε μαζί με την Αγγελικώ να πειράξομε το γέρο Γιάννη τον ασπροκέφαλο. 

Λ. Η Αγγελικώ, καλή της ώρα και καλό της μελέτημα, μεγάλη χωρατατζού, δεν άφηνε σε ησυχία κανένα, αν ήταν και καλόψυχος, αλίμονό του! 

Ε. Περασμένα μεσάνυχτα θα ήταν, χτυπούσαμε τα μάλλινα στην αυλή της θεία Μαρίας, βαρεθήκαμε και σκεφτήκαμε να πάμε να πειράξουμε τη θεία Γιαννού.

Λ. Πού πηγαίναμε και εμείς βρε οι αθεόφοβοι, δύο γέροι μοναχοί τους ήταν, τα παιδιά τους σκορπισμένα, άλλα στην ξενιτιά και άλλα παντρεμμένα στα σπίτια τους.

Ε. Σαν ήταν σπαγγοραμμένος ο θείος Γιάννης πήγαμε να κάνουμε τους βαρκάρηδες τάχαμου να πάρουμε πράματα, λεμόνια,  πορτοκάλια για τον Πειραιά.

Λ. Αμέσως βάλαμε τα αντρικά και πήγαμε να  χτυπήσουμε την πόρτα.

Ε. Μόλις κατάλαβε πως ήταν να πάρει παραδάκι, μας έβαλε μέσα, και είπε στη γριά του, φτιάξε καφέδες στα παιδιά!

Λ.  Μα και εκείνος ο κακορίζικος δεν είχε το θεό του, άμα μυρίστηκε χαρτζηλίκι, στραβό, ξεστραβό, σηκώθηκε από το κρεββάτι!

Ε.  Η Αγγελικώ πιά έδωσε το λόγο της πως την άλλη μέρα νωρίς το πρωί θα συναντηθούν στο καφενείο να πάνε στο περιβόλι να δουν το πράμα. 

Λ. Εσύ βρε φιλενάδα δεν μπορούσες να κρατηθείς, είχες σκάσει από τα γέλια, δεν περίμενες να βγούμε έξω, η Αγγελικώ όμως ατάραχη, έδωσε και το χέρι της.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *