…………….ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ……….Μιχάλης
Παράστσι τσαι Σάμπα 22–23 του Αωνάρη 2022: Α Τσακωνοπαρέα .
Κουιτέ#80 :από το βιβλίε «ΚΡΑΥΓΗ»
Διαστσευή τσαι γραφτέ τθα Τσακώνικα από τον Πάνο Μαρνέρη.
Έκι έχου τσαι ο Θεόκλητε να κχακχούτσει τον αφέγκη σι τσαι το τσείε σι . Μπαλήκα από το σκωτουτέ σκωρετέ,το μπαλτό σι, τα βέρα σι τσαι τα Τςhέρβα σι τσαι σ’άγκα. Αγκα νι τσαι το μπλοκάτσι σι πφι έκι γράφου τα έξοδα σι . Ύστερα από 11 χρόνου εζάκα να νι μπάλου… Οράκα ότσι νι έμα έχα κχακχουτέ αναχλά, νία σπιθαμά βαθία .. Τα δέφτερε αμέρα εκάνε α αϊθά του Θανάση τσαι με πέτσε : Κια ένι ο Θάνάση ; Γιατσί νιε κχακχούερε; Γιατσι ο με φωνιάερε; — Πφου να ντι φωνιάτσου, νι απογήμα, νη έκι προκιμούτερε να νι αφήου να νι φάνει οι κούνοι. Τσαι βαλήκα τα βάμματα. Μ’άτζε μαζί με το φανίλι μι τσαι εζάκαμε τθο Βυσωκά . Εζάκαμε τθα τσέα του Πάνου του Κουμάντου πφι έκι δουλέγκου τθα τρένα . Ο ‘κι καταστρεφτά τελεία . Ήγκιαει απαραματά δύου χουρίσματα . Ένι θυνηκχουμένα πφι α χιόνα έκι μπαίνα από του τσεράμου. Φερίκχουντε ήγκιαει κουμπάνια οι διτσοί μι. Οπά τθα Βυσωκά ο κεινάκαμε . Λίγο φαέ λίγο αραποσίκι, φασιούλια.. Ενεί έμαει δύου τσαι βολέμαει. Άλλοι ατςhοί οικογένειε κεινάκαει . Νία ναμέρα άγκα ένα αβουγό να νι βράσου. Τότθε α πεθερά μι με πέτσε …..« Γιατσί άτζερε το προσοφόλι Βασίλω;»
Να αγαπήνουμε το δίπα νάμου τσαι να έχουμε υγεία θιλενάδε τσαι θίλοι .
…………….ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ……………
Είχε και ο Θεόκλητος να θάψει τον πατέρα του και τον θείο του. Εβγαλα από τον σκοτωμένο, το παλτό του, την βέρα του, τα παπούτσια του και τα πήρα. Πήρα και το μπλοκάκι του που έγραφε τα έξοδα του. Μετά πό 11 χρόνια πήγα να τον βγάλω. Είδα ότι τον είχα θάψει ρηχά, μια πιθαμή βαθιά.. Την δεύτερη μέρα ήρθε η αδερφή του Θανάση και μου είπε: Που είναι ο Θανάσης; γιατί τον έθαψες; γιατί δε με φώναξες; Πως να σε φωνάξω της απάντησα ή ήταν προτιμότερο να τον αφήσω να τον φάνε τα σκυλιά; και έβαλα τα κλάματα. Με πήρε με το παιδί μου και πήγαμε στο βυσωκά. Πήγαμε στο σπίτι του Πάνου του Κουμάντου που δούλευε στα τρένα. Το σπίτι δεν είχε καταστραφεί τελείως, είχαν παραμείνει δύο δωμάτια.Θυμάμαι που το χιόνι έμπαινε από τα κεραμίδια. Έφερναν τρόφιμα οι δικοί μου. Εκεί στην βυςωκά δεν πεινάσαμε: λίγο στάρι λίγο καλαμπόκι, φασόλια. Εμείς είμαστε δύο και βολευτήκαμε. Άλλες μεγάλες οικογένειες πείνασαν. Μια μέρα πήρα ένα αυγό για να το βράσω. Τότε η πεθερά μου μου είπε: γιατί ε πήρες το φόλι Βασιλική;
Να αγαπάμε τον διπλανό μας και να έχουμε υγεία φιλενάδες και φίλοι…..
…………..ΜΙΛΑΜΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ………..