……………Έμε ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ………
Παράστσι τσαι Σάμπα 30– 31 του Αωνάρη 2021: Α Τσακωνοπαρέα
Ετοιμασίλε για το στεφάνι, ταρ Ελένη Μάνου
Σάμερε το Παράσκι έμε έχουντε τα ζυμούματα, από τα πφέρι οι συντζενήδε ενέγκαει καϊδία για το άναμμα του φούρνοι πφη θα φτάνι του γριτζέλε τσαί τα σhομά, βάννοι τσαί ζουφάλια. Ταν αρχα εμποίτσε α Βασίλαινα, πάντα θα νι ποι γουναίκα με τον ατςhωπό σι, εκσισαζίε το πρώκιου άλητε τάσου τθου κουβέλοι του ζυμουμάτου τσαί με έναν παρά τθα χέρα εμποίτσε ένα σταυρέ. Το ίιδε θα ποίωι τσαί οι άλλοι γουναίτσε ευτσησκουμένοι «ούρα κα». Α Βασίλαινα αρχινίε το τραγούιδι:
Φέρτε τα χρυσοσκάφιδα, τις αργυρές κλεισάρες,
να κοσκινίσουμε το φλουρί και το μαργαριτάρι.
-Ευχήσου, αφέντη, ευχήσου με τώρα στα κοσκινίδια.
-Με την ευχή μου, κόρη μου, να ζήσεις να γεράσεις.
Ταχία θα θύομε τα ζωντανά. Μπρου να σι θύωι, τςhοί υζοί, πφη είνι ζούντε οι γονίε σου, είνι βάντε πρώτα το μαχαίζι τθο λαιμό σου. Οι γονίε είνι ασημούκχουντε τα καμπζία τσαί σ’είνι δίντε τσαί από ένα μαγκήλι μεταξωτέ.
Ταν Τσουρακά τα σύνταχα θα φκιάσομε τα φουσκουτά, άντε γλυκό τθον ταβά με πουνίδια, κουφέτα τσαί λαλούιδα.
Το Σάμπα τ’αργά εμε καλεστοί τθαν τσέα τα νύιθη για το γλέντι. Ο γαμπρέ τθα δικά σι τσέα θα καλέει του διτσοί σι. Του παλαιοί χρόνου ήγκιαϊ κασημένοι τθου σοφράδε τάνου σε ατςhά προστσέφα φατθά τθο τσακώνιχο αργαλειέ. Ήγκιαει τσhούντε, κίντε τσαί τραγουηδούντε, τραγούιδα σαν έγκεινι:
Σαράντα λεβεντόπαιδα μια λυγερή αγαπούνε και παν να την ιδούνε.
Και τα σαράντα κίνησαν και παν να την ιδούνε, κρυφά να της το ειπούνε.
Και πήγαν και την ήβρανε στις σκάλες να κεντάει, να λιανοτραγουδάει:
_Κοπιάστε πάνω, ρε παιδιά, να φάτε και να πιείτε κι ότι έχετε να ειπείτε!
_Εμείς φαί δε θέλομε, κρασ’είμαστε πιωμένοι, μάρθαμε να σε δούμε, να σε στεφανωθούμε…
Κα αργακινά θιλενάδε τσαί θίλοι μι, ένι τςhάχα να βοηθίου για το τραπέζι…
Έμε ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ
ΜΙΛΑΜΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ
Ετοιμασίες για το γάμο, της Ελένης Μάνου
Σήμερα την Παρασκευή έχουμε τα ζυμώματα, από τα χθες οι συγγενείς έφεραν κλαδιά για το άναμμα των φούρνων που θα ψησουν τις κουλούρες και τα φαγητά, αρνιά και κατσίκια. Την αρχή έκανε η Βασίλαινα, πάντα θα την κάνει γυναίκα με τον άντρας της, κοσκίνησε το πρώτο αλεύρι μέσα στις σκάφες του ζυμώματος κια με ένα κέρμα στο χέρι έκανε ένα σταυρό. Το ίδιο θα κάνουν και οι άλλες γυναίκες ευχόμενες «ώρα καλή». Η Βασίλαινα άρχισε το τραγούδι:
Φέρτε τα χρυσοσκάφιδα, τις αργυρές κλεισάρες,
να κοσκινίσουμε το φλουρί και το μαργαριτάρι.
-Ευχήσου, αφέντη, ευχήσου με τώρα στα κοσκινίδια.
-Με την ευχή μου, κόρη μου, να ζήσεις να γεράσεις.
Αύριο θα σφάξομε τα ζωντανά. Πριν τα σφάξουν, τρεις γιοί που ζουν οι γονείς τους, βάζουν πρώτα το μαχαίρι στο λαιμό τους. Οι γονείς ασημώνουν τα παιδιά και τους δίνουν και από εν α μεταξωτό μαντήλι.
Την Κυριακή το πρωί θα φτιάξουμε την φουσκωτή, ψωμί γλυκό στο ταψί στολισμένο με κεντίδια, κουφέτα τσαί λουλούδια.
Το Σάββατο το βράδυ είμαστε καλεσμένοι στο σπίτι της νύφης για γλέντι. Ο γαμπρός στο δικό του θα καλέσει τους δικούς του. Τα παλιά χρόνια καθόσαντε στους σοφράδες πάνω σε μαξιλάρες υφαντ’ες στον τσακώνικο αργαλειό. Έτρωγαν, έπιναν και τραγουδούσαν, τραγούδια σαν αυτό:
Σαράντα λεβεντόπαιδα μια λυγερή αγαπούνε και παν να την ιδούνε.
Και τα σαράντα κίνησαν και παν να την ιδούνε, κρυφά να της το ειπούνε.
Και πήγαν και την ήβρανε στις σκάλες να κεντάει, να λιανοτραγουδάει:
_Κοπιάστε πάνω, ρε παιδιά, να φάτε και να πιείτε κι ότι έχετε να ειπείτε!
_Εμείς φαί δε θέλομε, κρασ’είμαστε πιωμένοι, μάρθαμε να σε δούμε, να σε στεφανωθούμε…
Καλό βράδυ φιλενάδες και φίλοι, τρέχω να βοηθήσω για το τραπέζι.
Μιλάμε Τσακώνικα.