ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ

Τσακώνικα με τον Πάνο

 

Να τσαί  το δέφκιεριου συνεχόμενε βιντεάτσι από ταν όμορφο Τσακωνοπούλα , Δέσποινα . Φχαριστούντε….

……………..ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ …………Δέσποινα .

Παραπστσι τσαι Σάμπα 29–30 του Απρίλη 2022: ΑΤσακωνοπαρέα . 

Κουιτέ #55 :από το Βιβλίε «ΚΡΑΥΓΗ» 

Διαστσευή τσαι γραφτέ τθα Τσακώνικα από τον Πάνο Μαρνέρη ….

Οπά να μου ήγκιαε χουρίζουντε: τουρ ατςhοίποι τθα ίσια τσαι του γουναίτσε τθα σhοβά. Βάμα τσαι νοιρόγι.. Ο προφτάκαμε ν’αλήουμε κουβέντα ο ένα τθον άλλε . Ένι θυμουμένα πφι εκάνε ο αϊθή μι ο Βασίλη τθο παναϊθούρι, νι ήγκιαει έχουντε παρτέ τθα τράπεζα. Ξοικάε νάμου με ογροι εψιλοί από τα δάκρυα. — Βασίλη μι, ρωτήτσε νι α μάτη μι,θέου έσι κάτσι; — φαρμάτσι μά, φαρμάτσι, νι απογήτθε… 

Νιε τραβήαει οι Γερμανοί,φύτζε τσαι ο πέτσε τσίπτα άλλιου. 

Κάκοιε στιμή ενιάτθε ατςhέ θράβαλε. Ένα καμπτζιούλι μπαήτσε τθο πετούλι τθο παναϊθούρι τσαι ξοικάε το κίσου μέρη ταρ αυλή. Οράτσε να μπάνουει από το κίσου πόρε τουρ ατσhoίποι . Απολπίσμαει τσαι αρχινήαμε το νοιρόγι . Ενιάκαμε το τρένο να σφυρίντει τς’επέκαμε ότσι άκια να άρουει τουρ ατσhοίποι αιχμάλωτοι . Σε λιγάτσι οράκαμε του τσέλε αμπρουτοί. Κουβανίε ο τόπο από του καπινοί. Έμαει νίντε φωνέ : Μπαήετε τάτσου θα δάτε ζωνντανοί . Ανταριάσμαει. Ήγκιαει ανοίντουντε  τα παναϊθούρια τσαι ήγκιαει ασπηδούντε τάτσου, γουναίτσε τσαί καμπτζία . Οράκαμε το πόρε ανοιτθέ . Από τα τιψίματα ο ‘κι δενατέ να μπαήουμε τάτσου ογλήγορα. Έμα ίκχα ταν αγκαλία μι το μιτσή μι  σιατέρι . — Μπαήτε εμού τσαι σούκα τσαι εζού επέκα τθα Μάτη μι .. 

Θιλενάδε τσαι θίλοι , το τσαιρέ του πολέμου ό άντρωπο ό ‘νι άντρωπο  μαειδέ τσαι ζώο ένι γινούμενε χτήνος…..

………………..ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ …………

…….

Εκεί μας χώριζαν: τους άντρες στα δεξιά και τις γυναίκες στα αριστερά. Κλάμα και μοιρολόϊ . Δεν προφτάσαμε να πούμε κουβέντα ο ένας στον άλλον . Θυμάμαι που ήρθε ο αδερφός μου Βασίλης στο παράθυρο. Τον είχαν πάρει στην τράπεζα. Μας κοίταξε με υγρά μάτια από τα δάκρυα. Βασίλη μου, τον ρώτησε η μάνα μου, θέλεις κάτι; Φαρμάκι μάνα Φαρμάκι της αποκρίθηκε. Τον τράβηξαν οι Γερμανοί έφυγε και δεν είπε τίποτα άλλο.  Κάποια στιγμή ακούστηκε μεγάλη φασαρία. Ένα παιδάκι ανέβηκε πάνω στο πεζούλι του παραθύρου και κοίταξε στο πίσω μέρος της αυλής. Είδε να βγάζουν από την πίσω πόρτα τους άντρες . Απελπιστήκαμε και αρχίσαμε το μοιρολόϊ. Ακούσαμε το τρένο να σφυρίζει και είπαμε πως θα έπαιρναν τους άντρες αιχμαλώτους . Σε λίγο είδαμε τα σπίτια λαμπαδιασμένα. Μαύρισε ο τόπος από τους καπνούς. Ακούγαμε φωνές: —Βγείτε όξω θα καείτε ζωντανοί…Αναστατωθήκαμε… 

Άνοιγαν τα παράθυρα και πήδαγαν έξω γυναίκες και παιδιά .Είδαμε την πόρτα ανοιχτή . Από τα πολλά σπρωξίματα δεν ήταν δυνατό να βγούμε γρήγορα.  Κρατούσα στην αγκαλιά μου το μικρό μου κορίτσι. —Βγείτε ‘σείς κι έφτασα και εγώ είπα στη μητέρα μου.. 

Φιλενάδες και φίλοι, εν καιρώ πολέμου ο άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος, ούτε ζώο : Είναι κτήνος … 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *