ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ
ΔΕΦΤΕΡΑ 1 του Αουνάρη 219 . ΑΤσακωνοπαρέα .
Ταρ Ελένη Μάνου
Προλήψεις των Τσακώνων, κατά τους τοκετούς.
Άμα νία γουναίκα έκι ετοιμόγεννε, νία δύου γουναίτσε ήγκιαϊ αραμούντε να νι ποίωι συντροϊθία. Έντεοι ήγκιαϊ ξέρουντε μεζικά για του γέννε . Σαν ήγκιαϊ κιάντε τα κοιλοπόνια ταν ετοιμόγεννε, ήγκιαϊ αρίκ̔ουντε τα δαχκυλίιδα σι, ατσ̌ούπου τσαί γουναιτσή, τσαί σ’ήγκιαϊ βάντε μαζί περαϊτ̔ά με νία κοτσινά κωνά, τ̔ο ’κόγκισμα. Ό θα ήγκιαϊ ποίντε όγο για άβα κακά γέννα, για αρρώστσια νή πόνου, νη κουσούρι τα μάτη ή του καμπζίου, για ούρε, για ξόρτσα.
Άμα μία γυναίκα ήταν ετοιμόγεννη, μια δυό γυναίκες έμεναν να της κάνουν συντροφιά. Αυτές ήξερα μερικά για την γέννα. Σαν έπιαναν οι πόνοι της γέννας την ετοιμόγεννη, έπαιρναν τα δαχτυλίδια της, αντρός και γυναικός, και τα έβαζαν μαζί περασμένα με κόκκινη κλωστή, στο εικόνισμα. Δεν θα έκαναν λόγο για άλλη κακιά γέννα, για αρρώστια ή πόνους ή κουσούρι της μάνας ή του παιδιού, ούτε για νεράιδες, για ξόρκια.
Ήγκιαϊ καούντε πρώκιου του γονείε τσαί του εδιτσοί του ατσ̌ιούπου τσαί ύστερα ετήνοι θα ήγκιαϊ καούντε του εδιτσοί τα γουναιτσή. Το καμπζί α μαννή θα έκι δία νι τ̔ο στενούτερε συντζενή τ’ αφέγγη. Θα ήγκιαϊ δίντε σούκα, καζούλια, νύγδα, λικούμι, μουστόπατ̔α. Όα σ’έκι προσφερίκ̔ου συτζενή τ’ αφέγγη. Θα ήγκιαϊ καούντε τσαί τον παπά να σβαῒσει ταν οχώνα τσαί όσοι ερέστ̔αϊ τ̔ο γεννατέ, γιατσί, αλλίου, θα ήγκιαϊ έχουντε φόβο από τα κακά ούρα…
Καλούσαν κατά πρώτον τους γονείς και τους δικούς του αντρός και εκείνοι μετά θα καλούσαν τους δικούς της γυναικός. Το παιδί η μαμή Θα το έδινε στο στενότερο συγγενή του πατέρα. Θα έδιναν σύκα, καρυδάκια, αμύγδαλα, λουκούμι, μουσταλευριά. Όλα τα πρόσφερε συγγενής του πατέρα. Θα καλούσαν και τον παπά να διαβάσει τη λεχώνα και όσους βρέθηκαν στη γέννα, γιατί, διαφορετικά, θα είχαν φόβο από την κακιά ώρα, τις νεράιδες… (συνεχίζεται)