……….. ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ…………Ηλιάνα
Δέφτερα τσαι Τςhίτα 24–25 του Γενάρη 2022:Α Τσακωνοπαρέα..
κουϊτέ #25: από το Βιβλίε «ΚΡΑΥΓΗ»
Διαστευή τσαι γραφτέ τθα ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ από τον Πάνο Μαρνέρη .
—Κια ένι Αργύρη μι ο Βασίλη νάμου ; Ρωτήκα νι ..— Ορή μάννε δίπα μι, τσαι με δενάε το τσιφάρι του Βασίλη..
—Ο Κίμωνα κια ένι Αργύρη.. κουΐα κίσου . — Ορή μάννε…..
Δίπα σι έκι το καμπτζιούλι μι κουβαριαστέ.
— Μα ενιάκα νι τον Αργύρη να φωνηάντει τθου Γερμανοί:
—Γιατσί ετθε σκωντούντε ενίου; Ο μποίκα νιούμου τσίπτα!!!
Άμα τσαι,σταμακίε α φωνά σι,εκόφτε τσαι α ζωά σι ..
—Πφου να ντ’άρου, έδαρη πέρε Αργύρη καμπτζί μι ; Έα να ντι ζαουθού καμπτζί μι …
— Όχι μάννε θα ζάου μοναχό μι . Ακχουγκίε τάνου μι τσαι αγάλι αγάλι σούκαμε τα τζέα του Ντήλιου πφι ό ‘κι δατά Όρπα δεήκα του πληγάε σι. Τσhεί βολαί νιε σιούρκαει από το πούα τσαι τσhει βολαί νι εντουφετσίαει.. Τσαι νιε γλυτούτσε τσαι του Τςhεί βολαί. Τθαν πορία πφι έμα κχαμπαίνα ανταμούκα το Γιώργο του Χάμψα.
— Κια ένι ο αφέγκη ντι Γιώργο ; Ρωτήκα νι . — Ο ‘νι ξέρου απογήτθε μι τσαι ταράε του νώμοι σι .
Εσούκαει τσαι άλλοι γουναίτσε.. Τότθε τσινήτσε ο θρήνε, οι κουϊτοί τσαι τα νοιρόγια . Οι Καλαβρυτινοί μεταμορφούτθαει σε αποβράσματα τα κόαση πφι γκανία φανταςία ο ‘κι θα μπορέει να σι αιχμαλουκίσει …. .
Πόσιου οδυνηρέ θα έκι για του γουναίτσε πφι απαραμάκαει κίσου!!!
Ο ‘νι πορού να νι διανοηθού, τσαι ποίερ ένι πορού ;……
……………ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ …………..
……………
—Που είναι Αργύρη μου ο Βασίλης μας; τον ρώτησα.
—Να μάνα δίπλα μου, και μου έδειξε το πτώμα του Βασίλη..
—Κίμωνας που είναι Αργύρη ; εσκουξα και πάλι.. —Να μάνα..
Δίπλα του ήταν το παιδάκι μου κουλουριασμένο..
—Μάνα άκουσα τον Αργύρη να φωνάζει στους Γερμανούς.Α . Γιατί με σκοτώνεται εμένα; δεν σας έκανα τίποτα..
— Όταν σταμάτησε η φωνή του,κόπηκε και η ζωή του.
—Πως να σε πάρω τώρα πέρα Αργύρη παιδί μου; έλα να σε
Φορτωθώ παιδί μου… —Όχι μάνα θα πάω μόνος μου.
Ακούμπησε πάνω μου και σιγά-σιγά φτάσαμε στο σπίτι του Ντήλιου που δεν ήταν καμμένο. Εκεί έδεσα τις πληγές του. Τρεις φορές τον είχαν σύρει από το πόδι και τρεις φορές τον πυροβόλησαν, και την γλίτωσε και τις τρεις φορές.
Στον δρόμο που κατέβαινα αντάμωσα το Γιώργο του Χάμψα.
—Που είναι ο πατέρας σου Γιώργο ;τον ρώτησα. —Δεν ξέρω αποκρίθηκε και κούνησε τους ώμους του.
Εφτασαν κι άλλες γυναίκες.Τότε ξεκίνησε ο θρήνος, οι κραυγές και τα μοιρολόγια. Οι Καλαβρυτινοί μεταμορφώθηκαν σε αποβράσματα της κόλασης, που καμιά φαντασία δεν μπόρεσε να αιχμαλωτίσει…
Πόσο οδυνηρό ήταν για τις γυνάκες