…………ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ …….
Δέφτερα τσαι Τςhίτα 17–18 του Γενάρη 2022 : Α Τσακωνοπαρέα .
Κουιτέ #23: από το Βιβλίε «ΚΡΑΥΓΗ»
Διαστσευή τσαι γραφτέ τθα ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ από τον Πάνο Μαρνέρη.
Έμα τραβήντα τον Αλέξη μι από τα χέρα τσαι ετήνε έκι παρίου δρανήντου κοντά μι . Οι εψιλοί μι τετρακόσιοι για γκάνα Γερμανέ .
Πλέκιεριου έμα προσέχα του ρέφτοι απο του Τσέλε πφι ήγκιαει δέσουντε . Σαν εσούκα τθα παλιά αστυνομία α ματία μι τσιτάε τθα χούρα του του Καπή .Ήγκιαει κοτσινίζουντα τα πλάγια . Ο ‘μα μπορούα να ξεχουρίσου τσίπτα . Ενιάκα τσαι απανουτοί ντουφετσίλε.
Με περάτσε απο τον εμαλέ ότσι μαζούκαει οπά όα τα ίδιτα απο του τσέλε, σε μπουχίαει τσαι σι ήγκιαει ντουφετσίζουντε να αμπρούνει τσαι να δάνει . .
Ο ‘μα έχα τσαι πρεσσά δένανη τσαι κουράγιο να δρανήτσου.
Εσούκα τα τσέα μι, ούγειε έκι συγκιουτά απο ταν ικχάρα . Αφήκα οπά τον Αλέξη μι τσαι ανεμούμα τουρ αώνε του Τσιλίρα ν’αγναντέψου. Εκάνα σhούκχα με σhούκχα με του Γερμανοί σκοποί . Με γιουρήαει κίσου. Ου ‘γκιαει αφήντε μι να περάου. Κισογιουρία τσαι κοντοστάμα. Τότθε όράκα Γερμανοί να σιούρωει ατσhοίποι τσαι να σ’ αναιμούκχωει Ένα Γερμανέ έκι τραβήντου ένα από τον πούα τσαι ένα άλλε έκι ντουφετσίζου. Τότθε πλέα καταβήκα ότσι, οπά ου ‘γκιαει ίδιτα, αλλά ατσhοίποι σκωτουτοί … Λιούτθαει οι γούνοι μι . Μ’έκι φαγκισκούμενε ότσι έμα έχα σαράντα πυρετέ. Ψιουχρέ έμπορα ούε το κορμό μι. Ο μπορέκα να σταθού ορθά τσαι κατσάκα σ’ένα κοτρόνι…
Α χτηνωϊδία του πολέμου .. Να έχουμε όλοι ταν υγεία νάμου..
α ούρα α κα . Νία τσινουρτσία αμέρα ένι ξημερούκχα .
……….ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ …….
………
Τραβούσα τον Αλέξη μου από το χέρι και εκείνος ερχόταν πιλαλώντας κοντά μου. Τα μάτια μου τετρακόσια για κάνα Γερμανό. Περισσότερο πρόσεχα τις σκεπές των σπιτιών(ρέφτες) που έκαιγαν. Σαν έφτασα στην παλιά αστυνομία ή ματιά μου έπεσε στο χωράφι του Καπή. Κοκκίνιζε η πλαγιά . Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω κάτι άκουσα απανωτούς πυροβολισμούς. Μου πέρασε από το μυαλό ότι ε μάζεψαν όλα τα ρούχα από τα σπίτια τα ράντισαν και τα πυροβολούσαν για να καμπαδιάσουν και να καούν. Δεν είχα αρκετή δύναμη και κουράγιο να τρέξω. Έφτασα στο σπίτι μου το οποίο ήταν ζωσμένο από τις φλόγες. Άφησα εκεί τον Αλέξη μου και πετάχτηκα ως τ’ αλώνια του Τσιλίρα, να αγναντέψω. Ηρθα πρόσωπο με πρόσωπο με την Γερμανική σκοπιά με γύρισαν πίσω. Δεν μ’ άφησαν να οεράσω ..Πισωγύρισα και κοντοστάθηκα. Τότε είδα Γερμανούς να σέρνουν άντρες και να τους πετούν. Ελνας Γερμανός τραβούσε έναν από το πόδι και ο άλλος πυροβολούσε. Τότε πλέον κατάλαβα, ο,τι εκείνα δεν ήταν ρούχα αλλά άντρες σκοτωμένοι. Λύθηκαν τα γόνατα μου, μου φαινόταν ότι είχα 40 πυρετό. Κρύος ιδρώτας έλουσε το κορμί μου. Δεν μπόρεσα να σταθώ όρθια και κάθισα σε μία πέτρα.
Η κτηνωδία του πολέμου: Να έχουμε όλοι την υγεία μας .
Η ώρα η καλή: Μια καινούργια μέρα ξημερώνει ..
……..ΜΙΛΑΜΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ . …….