…………ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ……….
Δέφτερα τσαι Τςhίτα 16–17 του Μοέμπρη 2020: Α Τσακωνοπαρέα .
Θωμαή τσαι Σιούλα Γειτόνισε #4
—Εςhούβε ο κάψο Γιάννη τσαι με πέτσε έντανη ένι α πορεία τσεία, θυμουμένα έσι τα τσέα ..
— τσαι….. θυμουμένα νι έσα;
—Όχι δα, Κχόντου όρκομι, νιε πέκα , να ζοικάξου το χαρκιούλι γιατσί ο ‘νι συνοούα .
—Ουουου Καψο Σιούλα τσαι εκιού καλά όσα τσεροθυμουμένα το νούμερε τα τσελή..μ’όσα νιουρίζα τα τζέα ; Τόσοι βολαί έσι ζατά;
—Θωμαή με κιάτσε νία ταραχή τσαι όμα θυμουμένα τσίπτα μαειδέ τσαι ‘μα νιουρίζα τσίπτα . Ταν εφτσή μι νάχει το καμπτζί, να κόφει αμέρε από σ’ενίου ο Θεός τσαι να δίνει σ’ετήνε ..
—Αχ βρε Σιούλα τσι είνι έχουντα να οράνει τα ψίλια νάμου ακόνη ;
Έωνη σούσε ..
—Εβαλήτσε το μαργουτέ το νούμερε οπά με τα κουγκία σι τσαι αναιμούτθε έτενη ο πούτανε πάλι τσαι νιε πέτσε : Ετζε τα ίσια τσαι σε ένα λεφτέ ξαναπέτσε . Εσούκατε α τσέα ένι ταν ίσιε νιούμου χέρα
Κια τθο ιδάβολε έκι ορού τσαι έκι συννοού έντενη ο γούναικο
κια να ζάει!! τσαι κια έκι γκριουφτέ βρε Θωμαή .
—Τσι να ντ’αλήου βρε Σιούλα άμα τσαι έμα καταβαίνα άκια να ντ’αλήου , αλλά ;… αλλά ..
— Ερωτήκα το Γιάννη, βρε Γιάννη νιε πέκα, νάχερε ταν εφτσή μι νάχερε απο κιά να μου ένι ορούα, πφι ντ’ένι αούα κια να ζάρε;
—Τσαι τσι ντ’απογήτθε Σιούλα;
—Ένι Δορυφόρο . Βρε τσι δορυφόρο έντανη ένι εωσφόρο Έωνη μι.
—Βρε Σιούλα ούτε για κακιούρημα ο ‘νι μπορού να ζάει γκανένα πλέα
— Όα τθα φόρα Θωμαή όα, κια να γκριουφτεί γκανένα μαθές ;
…….Εβαλήκαει τθο Δορυφόρο, το πούτανε τον Εωσφόρο
…….Πφι όα σ’ένι ορού , κιά α έρμο να γκριουφτουουού…
Καλέ ξημέρουμα τσαι ο Θεός να βάλει τά χέρα σι.
…………ΕΜΕ ΝΙΟΥΝΤΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ……….
……………
Έστριψε ο καψερός Γιάννης και μου είπε αυτός είναι ο δρόμος θεία θυμάσαι το σπίτι ;
— Και; το θυμόσουνα;
—Όχι δα. Στάσου όρκε μου, του είπα ,να κοιτάξω το χαρτάκι γιατί δεν καταλαβαίνω ( τα έχω χάσει).
—Ουουου καψερή Σούλα κι εσύ, καλά δεν θυμόσουνα το νούμερο του σπιτιού… μα δε γνωρίζεις το σπίτι ;τόσες φορές έχεις πάει…
— Θωμαή με έπιασε μια ταραχή και δεν θυμόμουνα τίποτα ούτε και γνώριζα τίποτα, την ευχή μου να έχει το παιδί, να κόβει μέρες από εμένα ο θεός και να τις δίνει σ’ αυτόν.
—Αχ βρε Σούλα τι έχουνε να δούνε τα ματάκια μας ακόμη;
Παναγία φτάσε
—Έβαλε το μαραμένο το νούμερο εκεί με τα κουμπιά του και πετάχτηκε αυτός ό πούτανος πάλι και του είπε: πήγαινε στα ίσια και σε 1 λεπτό ξαναείπε, φτάσατε στο σπίτι(προορισμό σας) : είναι στο δεξί σας χέρι. Που στο διάλο έβλεπε και καταλάβαινε αυτή η γυναίκα που να πάει!!! που ήταν κρυμμένη βρε Θωμαή;
—Τι να σου πω βρε Σούλα άμα και καταλάβαινα θα σου έλεγα, αλλά; αλλά…..
— Ρώτησα το Γιάννη, βρε Γιάννη του είπα νάχεις την ευχή μου νάχεις, από που μας βλέπει που σου λέει που να πας;
—Καί τι σου απάντησε Σούλα ;
—Είναι δορυφόρος, βρε τι δορυφόρος αυτή είναι Εωσφόρος, Παναγία μου…
—Βρε Σούλα ούτε για κατούρημα δεν μπορεί να πάει κανείς πια.
—Όλα στη φόρα Θωμαή όλα, που να κρυφτεί κανείς μαθές …..
…..Βάλανε στον δορυφόρο, τον πούτανο τον Εωσφόρο..
…..που όλα τα βλέπει , που η έρημη να κρυφτώ .
Καλό ξημέρωμα και ο Θεός να βάλει το χέρι του .
……..ΜΙΛΑΜΕ ΤΣΑΚΩΝΙΚΑ ……..